United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα το ελησμόνησαν εκεί όλην την ημέραν μέσατον ήλιο, και δι' αυτό έχει κρεμασμένο κάτω το κεφαλάκι του! Τρέχει κοντά του και εκείνο με ένα πολύ παραπονετικόν μ π έ, σαν να ζητούσε κάτι να της ειπή. Η Φωτεινή με την πονετικήν της καρδιά, ενόησε. Διψά, είπε· κυττάζει γύρω της και βλέπει μίαν μισοκρημνισμένην καλύβα· εκεί κοντά ήτο και ένα πηγάδι και είχε κουβάν!

Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε: — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.

Μην έχοντας πλάνη ικανή να μας γελάσησπίτι να μας ανάψη φωτιάχέρι να σφίξωμεόνειρο ν' ακολουθήσουμεπηγαίναμε ανάμεσα στην πλάση χωρίς σκοπό, εγώ κι' η ψυχή μου. Η ψυχή μου είνε βουβή. Η χαρά την αποχαιρέτισε. Η ενέργεια την ξέχασε. Τα παρεκκλήσια τη διώχνουν. Κυττάζει τον κόσμο και σωπαίνει. Και τώρα, καθώς περνούμε ανάμεσα στην πλάση, πόσο είμαστε έρημοι!

Το ένα κυττάζει το άλλο• αλλ' οποίος έχει δη τον Φείδωνα τον πατέρα της και ξέρει τα μούτρα του, ξέρει και την κόρη του. ΠΑΜΦΙΛΟΣ. Πόσην ώραν θα σε ακούω, Μύρτιον, να φλυαρής και να μου μιλάς για κορίτσια και γάμους με κόρες ναυκλήρων; Εγώ απ' αυτά δεν έχω είδησιν, ούτε ξέρω αν ο Φείδων από τον δήμον Αλωπεκήςδιότι, υποθέτω, αυτόν εννοείςέχει θυγατέρα εις ηλικίαν γάμου.

Δηλαδή και τα δύο μεν είναι μοναρχίαι, διαφέρουν όμως πάρα πολύ. Διότι ο μεν τύραννος κυττάζει το συμφέρον του, ενώ ο βασιλεύς το συμφέρον των υπηκόων του. Δηλαδή δεν είναι βασιλεύς όστις δεν αρκείται εις τα ιδικά του και δεν είναι ανώτερος εις όλα τα αγαθά. O τοιούτος δε δεν έχει καμμίαν ανάγκην. Επομένως δεν βλέπει τα ωφέλιμα διά τον εαυτόν του, αλλά διά τους υπηκόους.

ΦΕΡΔΙΝ. Το τραγούδι αναφέρει τον πνιγμό του πατρός μου· τούτο δεν είναι ανθρώπινο πράμμα, μήτε είναι ήχος της γης. Τώρα το ακούω αποπάνου μου. ΠΡΟΣΠ. Σήκωσε τα βλέφαρά σου, και λέγε, τι βλέπεις εκεί πέρα; ΜΙΡ. Τι είν' αυτό; ένα πνεύμα; Θεέ μου, πώς κυττάζει τριγύρω! Πίστεψε με, αφέντη, η μορφή του είναι καλή. — Αμμ' είναι πνεύμα!

Ίσως κι' από 'ψηλά κανείς βασανισμένος εδώ 'στά χαμηλά κυττάζει σαστισμένος. Κι' ο νους του όλος κρίσι καθώς και ο 'δικός μου ζητεί να 'βρη μια λύσι 'στό πρόβλημα του κόσμου· Και δεν 'μπορεί και κλαίει, και δεν 'μπορώ και κλαίω, όρσε κι' αυτός μου λέει, όρσε κι' εγώ του λέω. Την σοφίαν, λέγει, ζήτει ο μεγάλος Πυθαγόρας, και αυτήν σκοπόν κηρύττει πας σοφός εκ πάσης χώρας.

Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή : — Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ'!... — Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! ... φώναξε άξαφνα ο γαμπρός. Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο.

Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήση καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από πού να φύγη.

Ο Sordello, ο ευγενικός εκείνος κι ακατάδεχτος Λομβαρδός μας κυττάζει από μακριά σαν ξαπλωμένο λιοντάρι. Μόλις μαθαίνει πως ο Βιργίλιος είναι της Μάντουας πολίτης πέφτει στο λαιμό του και καθώς έμαθε πως είν' ο ψάλτης της Ρώμης έπεσε στα πόδια του.