United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν από ένα πλαγινόν δωμάτιον ανακαλύπτη ότι ο σύζυγός της παρεσύρθη από παλαιόν πάθος και ελησμόνησεν, έστω και μίαν στιγμήν, τους όρκους που της είχε δώσει, τον αφίνει και μεταναστεύει εις την Αμερικήν. Τίποτε δεν είναι πλέον ικανόν να την κρατήση. ― Μου κάνεις φρίκην! λέγει επανειλημμένως εις τον αδύνατον, τον ανόητον και άτονον σύζυγον. Έως εδώ η γυναίκα αυτή δεν είναι πολύ νέα.

Ο Σαικσπείρος δεν ελησμόνησεν ενταύθα ότι ο Μερλίνος, κατά τον Geoffroy of Monmouth, παρ' ου ηρύσθη, ως είρηται, και της τραγωδίας ταύτης την υπόθεσιν, ανήκει εις εποχήν μεταγενεστέραν της του Ληρ, εις την βασιλείαν δηλονότι του βασιλέως Αρθούρου. Ο μάγος Μερλίνος ελέγετο υιός πατρός δαίμονος και μητρός θνητής.

Σήμερον δε το ταχύ εβγήκα με αυτόν και με ένα σκλάβον, διά να υπάμε εις το κυνήγι. Και ωσάν εξεμακρύναμεν έως μίαν ώραν δρόμον, ο βασιλεύς ενθυμήθη πως ελησμόνησεν ένα πράγμα πολλά αναγκαίον εις το κρεββάτι του· όθεν γυρίζοντας εις το Κάστρον ξεπεζεύει από το άλογόν του, και μου λέγει να τον καρτερήσω εκεί· και αυτός από μίαν σκάλαν κρυφήν εμβήκεν εις την κατοικίαν της βασίλισσας.

Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.

Ούτω δε αντί του ερυθήματος το οποίον ήνθει προηγουμένως εις τας παρειάς του, έγινεν ο άθλιος ωχρός και ισχνός το σώμα. Ελησμόνησεν όλα τα άσματα και νηστικός ενίοτε και διψών κάθηται μέχρι του μεσονυκτίου και λέγει τας φλυαρίας τας οποίας εγώ η Ακαδημία διδάσκω. Το δε χειρότερον είνε ότι και κατηγορεί την Μέθην παρακινούμενος υπ' εμού και πολλά λέγει εναντίον της.

Ιδού πώς συνέβη το κακόν. Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε. — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;

Ουδείς ενταύθα γνωρίζει ότι ήμην ιατρός, ή και αν το εγνώριζε, το ελησμόνησεν. Αλλ' ούτε μεταμελούμαι διά τούτο. Ούτως έπρεπε να γείνη και ούτως εγένετο. Ήδη τετέλεσται! Πρό τινος μία υποψία, ήτις και άλλοτε μ' εβασάνισε, μου πιέζει συχνάκις τον νουν. Αμφιβάλλω τότε περί παντός, περί του παρελθόντος, περί του παρόντος, περί της υπάρξεώς μου αυτής.

Ο Φωκίων βέβαια ελησμόνησεν εντελώς το παλαιόν του αίσθημα, ως ελησμόνησεν αυτό και η Αρσινόη. — Και τόσω το καλλίτερον, διενοήθη εν τέλει η νέα γυνή. Η μεταξύ των τριών προσώπων σχέσις έλαβε τον χαρακτήρα οικειότητος, χωρίς η προς την Αρσινόην ευλάβεια του Φωκίωνος ν' αλλοιωθή το παράπαν. Συχνά συνέτρωγον ή συνδιεσκέδαζον εις την πόλιν και τα περίχωρα.

Και η αδελφή Κλάρα, αισθανθείσα ακατανίκητον αγανάκτησιν έκαμε το σημείον του Σταυρού, και εξήλθεν εκ του μαγειρείου χωρίς να στραφή να ίδη οπίσω της. Ήτο ήδη περί εσπέραν. Η αδελφή Βεάτη ουδόλως ηνησύχησεν εκ του μικρού τούτου συμβάντος, αλλ' ελησμόνησεν ήδη αυτό πριν ή συμβή.

Εις την ερώτησιν αυτήν δεν υπάρχει απάντησις. Μήπως από την μεγάλην της ταραχήν, από τον τρόμον της μητρικής της καρδίας, ελησμόνησεν αφίνουσα το εσωτερικόν του θαλάμου της να φορέση εις τα λεπτά της πόδια της παντούφλες, και μήπως διότι τελείως ελησμόνησε να καλύψη τους ωραίους βενετσιάνικους ώμους της ο πέπλος που της ήρμοζεν;