United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ιδού πώς συνέβη το κακόν. Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε. — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;

Ύστερα ετραγουδούσε ο θείος ένα γαλλικόν άσμα και εφώναζε: Ουρρά! και «Ζήτω Ναπολέων ο ΒοναπάρτηςΕδώ ήκουσεν ο Ρούντυ διά πρώτην φοράν να διηγούνται περί Γαλλίας, περί της Λυών, της μεγάλης πόλεως επί του Ροδαινού: είχε πάει εκεί ο θείος.

Και επολεμούσαν ο μεγάλος και ο μικρός Σερέτης· αυτός όμως δεν τα έβγαζε πέρα και τον εκδικούτανε με ρίμες σατυρικές που της έφτιανε πρόχειρα και της εφώναζε στο δρόμο μέσα.

Εις τους τελευταίους χρόνους, καθ' όσον εγήραζεν, είχεν αρχίσει να υπερβαίνη τον κανονισμόν, και δις ή τρις της ημέρας ίστατο έξω της θύρας του καπηλειού του Γιάννη Βλάχου, κ' εφώναζε την φράσιν την συνθηματικήνΕλέησόν με . . . και πέμψον Λάζαρον! Εν τω μεταξύ, αι τέσσαρες θυγατέρες εκείναι, διά την τύχην των οποίων ανησύχουν αι εξαδέλφαι της Ασημήνας, έλαβον διαφόρους τύχας.

Ο κακότυχος πραγματευτής κλαίοντας με πικρά δάκρυα εφώναζε ότι δεν έχει πταίσιμον και ότι δεν του εσκότωσε τον υιόν, και έκραζε ότι είναι αθώος και εθρηνούσε την γυναίκα του και τα παιδιά του, λέγοντας τα πλέον θλιβερά και παραπονετικά λόγια, οπού ημπορεί να ειπή όποιος ευρίσκεται εις τέτοιαν δυστυχισμένην περίστασιν.

Στην αρχή από ντροπή να μην φανερωθή κ' επειδή προφυλάγονταν από το τομάρι, που τον εσκέπαζε, έμενε βουβός μέσα στ' αγκάθια. Μα όταν κ' η Χλόη κατατρομαγμένη, καθώς τον πρωτόειδε, εφώναζε το Δάφνη βοήθεια και τα σκυλιά ξεσκίζοντας το τομάρι εδάγκωναν το κορμί του, έκλαψε δυνατά και παρακαλούσε την κορασιά και το Δάφνη, που είχε πια φθάσει, να τόνε βοηθήσουν.

Αλλά βιαία τις ριπή του ανέμου εκάλυψεν εν στιγμή διά πυκνής νεφέλης αυχμηρού κονιορτού και πλατείαν και ανθρώπους, επλήρωσε δε λύθρου και το στόμα του ενόρκου, όστις πτύων ελεεινώς χώμα και λόγους εσπιλωμένους, εφώναζε: — Σ' αφίνουν οι αστυφύλακες, οι νιουδαίοι! Επανελθούσα ούτω μετά ταύτα εις τον οίκον η Θωμαή, εκλείσθη εις έν δωμάτιον σκοτεινόν, ως την ψυχήν της, και έκλαιεν όλην την ημέραν.

Βοηθάτε με, για το Θεό, παιδιά! βοηθάτε με, εφώναζε την νύκτα εκείνην, οπού είχε σηκωθή μία αγρία παλαβονοτιά, αναστατώσασα όλον τον λιμένα της μικράς νήσου, ο οποίος είνε εκτεθειμένος εις την μανίαν της.

Και πάλιν όμως δεν τον επείραξαν. Τότε εστράφη προς τα οπίσω και διερχόμενος εφώναζε προς τους τεχνίτας και εμπόρους: — Ζιτ! ζιτ! Δεν σας φαίνεται ότι την θέσιν του τρελλού εκείνου έχει εις τας Αθήνας όχι ο Σακκουλές, αλλ' εκείνοι οίτινες προκαλούν τας ύβρεις του; Αλλ' ο Σακκουλές ικανοποιεί και την παιδικήν σκληρότητα, την οποίαν πολλοί διατηρούν εις την μεγάλην ηλικίαν.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.