United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εβέλαξαν και τα πρόβατα, επήδησαν και τ' αρνιά κι αφού εγονάτιζαν από κάτω από τις μαννάδες τους, εβύζαιναν τα μαστάρια· κι όσες δεν είχαν ακόμη γεννήσει τις εκυνηγούσαν τα κριάρια κι' άμα τις εσταματούσαν από την κούραση, καβαλίκευαν καθένα από μία. Εκυνήγησαν κ' οι τράγοι τις γίδες κ' επηδούσαν τριγύρω τους πιο ερωτικά και πιάνονταν αναμεταξύ τους για τις γίδες.

Και αι γυναίκες από του ρητορικού βήματος εμνήσθησαν την γυναίκα του Σαρεπτά. Ο Ιακώβ απέκαμε να επαναλέγη ότι τον εγνώριζε. Τον είχεν ιδεί, και ο λαός τον είδε! — Το όνομά του: Τότε με όλην του την δύναμιν εφώναξε. — Ιωχανάν! Ο Αντίπας ανετράπη ως να τον εκτύπησαν κατάστηθα. Οι Σαδουχαίοι επήδησαν ως θηρία επί του Ιακώβ. Ο Ελεάζαρ εδημηγόρει διά να γίνη ακουστός.

Εκείνοι μια φορά έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω. — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το γιούσουρι; — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο.

Ανατρίχιασα όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύοτρεις φορές.

Δεν πειράζει· μας φτάνει σήμερα· απάντησε κυτάζοντας αλλού εκείνος. Υποψιάστηκε ο δικός μας κ' εσήκωσε το κεφάλι του. Βλέπει μία με την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά. — Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη. — Ναι· κάποιος έπαθε. — Από ποια; — Δεν ξέρω· μακριά ίδαμε τη σημαία του μετζάστρα. Έφτασαν όλες στο Ασπρονήσι· επήδησαν έξω τα πληρώματα.

Τωόντι, άμα εγένετο η συμπλοκή, οι ίπποι ωσφράνθησαν τας καμήλους, τας είδον, ανέστρεψαν εις τα οπίσω και η τελευταία ελπίς του Κροίσου απέτυχεν. Αλλ' οι Λυδοί δεν εφάνησαν δειλοί· όταν ενόησαν το γενόμενον, επήδησαν από τους ίππους και συνεπλάκησαν με τους Πέρσας πεζοί.

Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια.

Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους.

Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του σταυρού ο κυρ- Aλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κ' εστάθη εις τους πόδας του. Επήδησαν είς είς έξω· εξεφόρτωσαν τας αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν.