United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο πέσιμο το ελαφρό κεφαλομάντηλο ξέφυγε κέμπλεξε σε μιαγριοσυκιά. Κεκεί σειότανε μαργή και θλιβερή κίνηση, σα σημαία πένθιμη πάνω στο τραγικό λείψανο. Αν κήτο παραμορφωμένο το σώμα, ο Δρακογιώργης αναγνώρισε το Βαγγελιό.

Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

Όλα στη σημαία του γύρω ν' αποθάνουν είν' έτοιμοι. Κ' οι γονιοί τους, και το συγγενολόγι τους μαζί του θα είταν, αν είχε τρόπο να τους βάλη και κείνους τα δυο πόδια στ' αττικό του παπούτσι. «Χαίρε, ω πάντων Ελλήνων γραμματικώτατε, και επίτρεψόν μοι ίνα εις το καθημαξευμένον σοι λαλήσω ιδίωμα. Της πονηράς γαρ τυγχάνω σχολής ων».

Μπαίνει ο Κωσταντίνος νικητής μέσα στη Ρώμη, και κάθε Ρωμαίος τηράει και θαμάζει την ομορφιά του, τη μεγαλοπρέπεια, και τέλος τη μαγική εκείνη σημαία που από τα τώρα τούφερνε τόση δόξα. Άλλη απόδειξη πως δεν τον καθοδηγούσε μόνο θρησκευτική πίστη παρά και λογαριασμένη πολιτική είναι ο τρόπος που τους φέρθηκε τότες τους Ρωμαίους.

Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκετα πόδια της η σκούνα. Μέσατην νύχτα καιτην χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστάτην πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Οι δυτικοί της νήσου κάτοικοι δεν συμμετέσχον της επαναστάσεως, ουδ' ανεγνώριζον αυτήν, επί δε του σχηματίζοντος την πόλιν των κώνου εκυμάτιζεν η λευκή της Γαλλίας σημαία, υπό την προστασίαν της οποίας είχον τεθή. Ο πληθυσμός της Σύρου περιωρίζετο τότε εντός της αποτόμου εκείνης και πενιχράς κορυφής.

Κάθε νίκη του, κάθε φορά που η σημαία μας, που τώρα μόλις μέσα εκεί στο Στάδιο την ωμορφιά της εκατάλαβα―κάθε φοράν που υψώνουνταν εις τον ιστό, και τόνομα του Παύλου μας αντιλαλούσε δοξασμένο, μέσα σε όλου του κόσμου εκείνου την αναβοή, μέσα στον ενθουσιασμό τον έξαλλο και τα χειροκροτήματα και την λαχτάρα και την άγια χαρά... Ω! Μαρία!

Βλέπει τον Ιησού Χριστό και βαστάει τον ίδιο το σταυρό, και του παραγγέλνει αυτό να είναι η σημαία του τώρα κι ομπρός, αυτό ο σύμμαχός του, επειδή θα τον προφυλάγη από εχτρούς και θα τονέ δοξάζη. Ξυπνάει ο Κωσταντίνος ταποταχύ και δηγάται το παράξενο αυτό όνειρο.

Θυμάσαι; . . . τότε η Ελλάς για πόλεμο ελύσσα, από παντού μας ήρχοντο τορπιλλοφόρα σκάφη, αέρας τη σημαία μας πολεμικός εφύσα, και θούρια η ποίησις δεν έπαυε να γράφη. 'Σ' όλων το χέρι άρματα, 'σ' όλων τη ράχη βάρος, κι' ήμουν κι' εγώ επίστρατος, κι' ήμουν κι' εγώ φαντάρος.

Σήμερον η Τουρκία δεν είχε στόλον και όμως οι ναύαρχοί μας έτρεμον επί των θωρηκτών τα οποία εκυβέρνων και ήσαν έτοιμοι να πλεύσουν ολοταχώς προς το λυβικόν πέλαγος, εάν ενεφανίζετο τουρκική σημαία έστω και επί ιστιοφόρου.