United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' είχε πλάτος καρδιάς η αξία όντως γυναίκα αυτή και διήλθε νικηφόρος την θλιβεράν χηρείαν της, αφιερωμένη εις την ανατροφήν του τέκνου της, το οποίον ήδη, έφηβος είκοσιπενταετής, ήτο ο καλύτερος ναύτης της νήσου και ο συμπαθής ναύκληρος της σκούνας του καπετάν Γιάννη, απέξω από το Σιτλί-Μπαχάρ . . .

Πλην, φευ! το φόρτωμα της σκούνας είχε συμπληρωθή έως τ' απόγευμα, κ' επειδή εφύσσα καλός άνεμος, ο πρώτος Βορράς όστις ήρχισε τον Νοέμβριον να πνέη, ο Καβούλης, μη θέλων να χάση τον καλόν καιρόν, απεφάσισε κ' έκαμε πανιά, εκτάκτως όλως προ του μεσονυκτίου, και με τον απόγειον του βουνού.

Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.

Και μόνον η βάρδια αγρυπνεί, ο φρουρός, βλέπων πάντοτε εμπρός, εις απόστασιν, και ο τιμονιέρης βλέπων προς τον ουρανόν και προς τ' άρμενα της αγρυπνούσης σκούνας, ήτις προχωρεί αδιακόπως γλυκά συνομιλούσα με το κύμα. — Βλέπεις εκείνο τ' άστρο, το γεμάτο; Εκεί να πηγαίνη το μπαστούνι σου. Και να παίζη ο κόντρας, το πλέον υψηλόν ιστίον. Ακούς, Γιαννάκη μου; Α! παιδί μου!

Η ορφανή κόρη απόσωνε τα προικιά της. Ο καπετάν-Παρμάκης εις δύο περιστάσεις ωργίζετο εν τη ζωή του. Ότε ηναγκάζετο να ποδίση ένεκα εναντίων ανέμων, και όταν εβλάπτετο τυχόν ο εξαρτισμός της ωραίας σκούνας του υπό του μανιακού μαΐστρου. Αλλ' ωργίζετο παραφόρως τότε, θεωρών εαυτόν ηττημένον, κ' εφρύαττε κατά των αναισθήτων στοιχείων.

Έφθασεν ασθμαίνων υπό την οικίαν του πλοιάρχου της σκούνας, και σταθείς υπό τον εξώστην, όπου έβλεπε την θύραν ανοικτήν, και άφθονα φώτα εις τον θάλαμον, ήρχισε να φωνάζη με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του·Μπάρμπα! πήρανε τ' βάρκα! Ο Βασίλης δεν είχε την τόλμην να εισέλθη εις το καφενείον πριν, όπως δώση την είδησιν εις τον κυρ-Μοναχάκην.

Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκετα πόδια της η σκούνα. Μέσατην νύχτα καιτην χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστάτην πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.

Διέκοψεν ήδη ο πλοίαρχος, αντιληφθείς αίφνης ότι τ' απόνερα της σκούνας εσχημάτιζον πάλιν τεθλασμένην μακράν γραμμήν. Μετ' ολίγον έπαυσε και ο νεανίας να κυττάζη την νήσον, ήτις, αγνώριστος πλέον, είχε διαιρεθή υπό της αποστάσεως εις τρεις μικράς νησίδας ξένου αρχιπελάγους.

Και όντως τα λόγια του κόσμου ήσαν πολύ σύμφωνα με τα κατάστιχα του καπετάν Τσούρμα του Παπαργυρού, του οποίου τα όμματα, κατακόκκινα από τα δάκρυα, είχον τρία έτη να ίδουν τας δύο σκούνας του, τας οποίας ηγάπα πλειότερον του υιού του πλέον, ως θυγατέρας τρυφεράς, τας οποίας απήγαγε δόλιος εραστής. — Ούτε γράμμα, ούτε απολογία, λογάτε! εθρήνει κρυφά η μήτηρ.

Είνε τα λεπτοφυέστερα, ούτως ειπείν, των ιστίων, κ' εν τη εισβολή του ανέμου πρώτα-πρώτα καταβιβάζονται, τα μονάκριβα παιδάκια της σκούνας να μη πέσουν από τόσον ύψος. Οι ναύται, παλαισταί έτοιμοι, ίστανται παρά τα μαντάρια με το τσιγάρο στο στόμα, ανασκουμπωμένοι.