Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Και εζήτησα να πλησιάσω ακόμη, διά να θαυμάσω το ζεύγος εκείνο, αλλ' ο Σ ά λ ι α γ κ α ς, ακούσας τον θρουν των πέριξ φυλλωμάτων, έλαβεν ως πρώτην φροντίδα να προφυλάξη τα κέρατά του. Και είδον να κρύπτη αυτά ταχέωςmiserable visu! — εντός της ιδίας κεφαλής του! Λέγει τότε το Φάσμα: — Είδες τι έκρυψε; — Ναι, είδα· έκρυψε, νομίζω, τα κέρατά του. — Τω όντι.

Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.

Πριν φθάση εις το μέρος, όπου ο δρόμος αποτόμως ανηφόριζε, καθώς διήρχετο έξω από ένα περιβόλι, φραγμένον με πυκνούς βάτους και θάμνους υψηλούς εν μέρει με τοιχογύρισμα, εντός του οποίου υπήρχον πολλών ειδών οπωροφόρα δένδρα, η Φραγκογιαννού κατά τύχην εσκόνταψεν εις τον δρόμον, έκαμε δε μικρόν θρουν, πεσούσα ελαφρώς επάνω εις ένα θάμνον. Αφήκε μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν.

Διά να φύγω έπρεπεν εξ άπαντος να πατήσω επί μίαν στιγμήν ορθός εις την κορυφήν του βράχου, είτα να κύψω όπισθεν θάμνων, να λύσω την αίγα μου, και να γείνω άφαντος κρατών την πνοήν μου, χωρίς τον ελάχιστον κρότον ή θρουν. Αλλ' η στιγμή καθ' ην θα διηρχόμην διά της κορυφής του βράχου ήρκει διά να με ίδη η Μοσχούλα. Ήτον αδύνατον, καθώς εκείνη έβλεπε προς το μέρος μου, να φύγω αόρατος.

Ήκουσε μόνον θρουν σειομένων φύλλων, και ενόμισεν ότι τούτο επροξένει το βήμα του κυνός. Ο τοιχοβάτης εσκέφθη ότι, αν κατέβαινε, θα ήτο ίσως χειρότερον, και προσεπάθει να κολλήση επί του τοίχου, όπως μη τον ίδωσιν, αν ήσαν άνθρωποι. Αλλά την στιγμήν εκείνην ο κύων επλησίασεν, υλακτών θορυβωδώς, εις τον τοίχον. Ο άνθρωπος εκείνος εφοβήθη τότε πολύ.

Αι δυστυχίαι της ανθρωπότητος, επί δεκατέσσαρας αιώνας, ήσαν η τιμωρία αυτής, διότι σε παρεγνώρισε. Δεν παραπονούμαι δι' όσα υπέφερα, αρκεί ότι θα ίδω τον θρίαμβον του δόγματος. Εις σε αφιερώ την κόρην ταύτην, αξίωσον αυτήν της δόξης και της αθανασίας. Το μέγιστον δώρον, όπερ δύναται θνητός να προσφέρη εις θνητόν... Διεκόπη. Ήκουσε και πάλιν παρατεταμένον θρουν όπισθέν του. Ηκροάσθη επί μακρόν.

Όταν επανήλθες μετά επτά έτη εις την ωραίαν τοποθεσίαν, την προσφιλή εις τας αναμνήσεις σου, δεν ήτο Φεβρουάριος ο μην και δεν υπήρχον πλέον ία να μυρώνωσι την ατμοσφαίραν με τας μεθυστικάς ευωδίας των. Αλλά δεν ήτο πλέον και η Πολυμνία εκεί, άλλο έμψυχον ίον, η μεθύσκουσα ποτέ την παιδικήν φαντασίαν σου με μόνον της λευκής λινομετάξου εσθήτος της τον θρουν.

Ολίγαι παρήλθον στιγμαί, και ακούει όπισθέν του, όχι πολύ μακράν, θρουν φύλλων και κλάδων κινουμένων. Ο βοσκός ανεσκίρτησεν. Ο θόρυβος ούτος ήτο ως εκ βηματισμών ανθρώπων μετά πολλής πατούντων προφυλάξεως, αλλά μη κατορθούντων, εν μέσω του χλοερού δάσους, να βωβάνωσιν εντελώς το βήμα. — Κι' άλλοι, κι' άλλοι έρχονται, εψιθύρισε· τ' είνε τάχα, Θεέ μου!

Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του.

Και τόρα εντός του μικρού δωματίου των, εις την κλίνην, εις τα καθίσματα, εις τας γωνίας, εις όλα τα έπιπλα αυτού διαβλέπουσα τον Γιάννο, πάντα τον Γιάννο, εις τον ελάχιστον θρουν νομίζουσα ότι ακούει το πάτημά του, ότι διακρίνει την φωνήν τον, στενάζει απαρηγόρητα, ως ο Ιακώβ προ των αιμοφύρτων ενδυμάτων του Ιωσήφ. Πόσα έχασε με τον χαϋμόν αυτού!

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν