Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Η Πηγή έτρεξεν, αλλ' επρόλαβεν ο Μανώλης κεκατέβασεν εκ του ώμου του γέροντος το ξύλον. Ο Θωμάς απήντησεν εις την προθυμίαν του Μανώλη με βλέμμα σκυθρωπής εκπλήξεως, το οποίον εστράφη ερωτηματικόν προς την θυγατέρα του, ως να της έλεγε· τι θέλει αυτός εδώ; Εκάθησεν έπειτα με στεναγμόν κοπώσεως εις μίαν καθέκλαν, απέβαλε το φέσι και με τον λιχανόν απεστλέγγισε τον ίδρωτα του μετώπου του.
Ν' αγαπήσης άπαξ, είνε αίσθημα· ν' αγαπήσης δις, είνε τέχνη· ν' αγαπήσης τρις, είνε έξις· τετράκις, ανισορροπία· και πέραν; — ω θεέ μου!. . . Υπάρχουσι καταπλήξεις, υπάρχουσι κεραυνοβόλα θεάματα, προ των οποίων δύνασαι να βάλης ένα στεναγμόν.
Πότε να κάμουμε πανιά, να κάτσω στο τιμόνι, να ιδώ της Δέρφης το βουνό, να μου διαβούν οι πόνοι! Ο νέος αφήκε βαθείαν πνοήν, ομοίαν με στεναγμόν. — Α! ξεχνώ που κοντεύω να σε ξεπλατίσω στο κουπί, είπεν η Λιαλιώ... Αλήθεια, εγώ κάνω σαν τρελλή... Τα χεράκια σου δεν είνε για το κουπί, κυρ Μαθιέ. Ο νέος διεμαρτυρήθη·
— Έλα δα που δε σε γνοιάζει ... Και συ απάντρευτος είσαι και το Πηγιό είνε καλή κιώμορφη νύφη. Για δε τηνε· όλα του Μάη τα ρόδα ανθούνε στα μάγουλά τση. Και γυναίκα σωστή, φεργάδα! Ο Τερερές δεν ηδυνήθη να πνίξη ένα στεναγμόν. — Μα λες, αλήθεια, κιαυτή τα θέλει ή ανεμπαίζει τονε; είπε μετά τινας στιγμάς. — Μα δεν έχεις μάτια να θωρής; Κύριε ελέησο! — Κείντα του ρέχτηκε του βουϊδαρά;
Εκβαλών βαθύν στεναγμόν, τον τελευταίον προς την πατρίδα του αποχαιρετισμόν, αφιερώθη εις την πηδαλιουχίαν, το έργον του, ενώ χονδρόν δάκρυ εκυλίετο εις τας ζωηράς παρειάς του. Στηρίζων το στήθος μου επί του υψηλού δρυφάκτου της πρύμνης, ως επί των χειλέων εξοχικού ανδήρου, με κρυφήν χαράν εισπνέω την δρόσον, την αμύθητον του πελάγους δρόσον, την αχώνευτον, την αλησμόνητον ζωήν.
Αλλά κρατηθείς ανέλαβε το μαχαίρι και εξηκολούθησε την προσπάθειάν του, ήτις τώρα δεν εβράδυνεν. Ο μάνδαλος υπεχώρησεν εντελώς, υπεχώρησε δε εις ελαφράν ώθησιν και η θύρα και μόνον μικρόν στεναγμόν αφήκαν οι στρόφιγγες. Ο Μανώλης έσκυψεν εις το ημιάνοιγμα της θύρας, αλλά δεν ήκουσε κανένα θόρυβον. Η χήρα και η κόρη της δεν είχαν εξυπνήση.
Να ακούω από τα βουνά, εις την βοήν του χειμάρρου, τον υπόκωφον στεναγμόν των πνευμάτων από τα σπήλαιά των, και τους θανασίμους αλολυγμούς της κόρης που θρηνολογεί κοντά στις τέσσαρες πέτρες που σκεπάζουν τον αγαπητικό της, σκεπασμένες με βρύον και ανθηρή χλόη.
Οι σκλάβες έτρεξαν ευθύς όλες να τον συντρέξουν και κάνοντάς του να επανέλθη εις τον εαυτόν του, η κυρά που του επροξένησε τούτο, έτσι του ωμίλησε· καλώς μας ήλθες, ευγενικέ νέε. Ο Κουλούφ αφού την επροσκύνησεν, έβγαλε από την καρδιά του ένα βαθύτατον στεναγμόν.
Η χιών είχε πέσει πρόστρατος και έκρυπτε μίαν χαράδραν, η οποία δεν έφθανε μεν βέβαια έως κάτω τον βαθύν βυθόν, όπου επάφλαζε το ύδωρ, αλλ' όμως ήτο βαθυτέρα του ύψους του ανθρώπου: Η νέα γυνή, η οποία εκρατούσε το παιδί της, εγλύστρισε, εβυθίσθη και εξηφανίσθη. Καμμίαν φωνήν δεν ήκουσαν, κανένα στεναγμόν! και μόνον αντελήφθησαν το κλαυθμήρισμα μικρού παιδιού!
Είχε δε και πασαλήν μακρόν εις την οσφύν. Και άμα συνέβαινε να ίδη την Ζερβουδοπούλαν, έστω και εξ αποστάσεως μακράς, κατελαμβάνετο υπό αληθινής μανίας. Εκπέμπων στεναγμόν ομοιάζοντα με μυκηθμόν, επήδα από δώματος εις δώμα ή ώρμα εις τους δρόμους, ως τυφών, παρασύρων διά των ποδών και των χειρών του πάσαν προστυγχάνουσαν πέτραν και λακτίζων ή γκονθοκοπών τα συναντώμενα κτήνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν