Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Ήδη απεμακρύνθη του Κάστρου, ενώ το χιονόνερον ετίναζεν εις την πρύμνην της «Γαλανομμάτας» τον τελευταίον αντίλαλον της Αλτανούς, πένθιμον πάντοτε, ως στεναγμόν πνιγομένου: — Μανωωωώληηη! Η χήρα η Αλτανού, μία υψηλή-υψηλή χήρα, 'σαν λεύκα, με μια μαύρη μανδήλα πάντοτε, και με μια πλέον μαύρη καρδιά, καρδιάν θαλασσοκαμένην, είχε χάσει πολλούς, όλους, εις την θαλασσαν, η άτυχος.
Ό,τι να πράξης θέλεις πρέπει να το πράξης όταν το θέλης· ότι αυτό το «θέλω» πάσχει μεταλλαγαίς, αναβολαίς κ' εμπόδια τόσα, όσα 'ναι χείλη, χέρια και συμβάντα εμπρός του· ώστ' εκείνο το «πρέπει» στεναγμόν ομοιάζει, 'πού με τα ανάσαμά του βλάπτει· αλλά 'ς την ρίζαν της πληγής μας· ο Αμλέτος, βλέπεις, επανήλθε· συ τι θα επιχειρούσες διά να δείξης, όχι με λόγια, μ' έργα, 'πού 'σαι του πατρός σου γόνος;
Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού, απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της, και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως.
— Δεν τον είδες; είνε πολύ καλός άνθρωπος, είπεν ο στρατιώτης. — Και κατοικεί εδώ επάνω μόνος του; επανέλαβε μετά δισταγμού ο Μάχτος. — Πώς μόνος του; έχει την οικογένειάν του. — Α, έχει γυναίκα και παιδιά; είπεν ο Μάχτος ανακουφισθείς. — Βέβαια. — Και κατοικούν επάνω εδώ; — Εννοείται. Ο Μάχτος εξέπεμψε στεναγμόν και παρηγορήθη. — Ώστε τώρα η Αϊμά θα είνε με την γυναίκα του; — Βέβαια, πιστεύω.
— Δεν μπορώ να δουλεύγω σα δε σε θωρώ, είπεν ο Μανώλης. Ο νους μου δεν είναι στην κεφαλή μου. — Κιαμέ πού; είπεν η Πηγή με προκλητικήν φιλαρέσκειαν. — Κοντά σου, απήντησε με στεναγμόν ο Μανώλης. — Αι, για τούτο να βάλης όλα σου τα δυνατά να τελειώση γλίγωρα το σπίτι ... να τελειώσω κ' εγώ τα προυκιά μου. — Μα δε μπορώ, σου λένε, δε μπορώ, θεόψυχά μου. Δε με πιστεύγεις;
Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του. — Ο ίδιος ο καπετάν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν. Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων. — Το πότισαν το παιδί μου!
Ποιος είνε;» Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; Πού βρίσκεσαι;» Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — «Δω είμαι!... ελάτε παραδώ...» Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θάπεσε κ' εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες το ρέμμα, εσκέφθη μεγαλωφώνως ο είς των βοσκών.
Τη στιγμή ταύτη εφάνη εις την Βεάτην ότι ήκουσεν ως πνοήν ή στεναγμόν τινα, κίνημά τι ανθρώπου αφυπνιζομένου. Ηκροάσθη. Δεν ήκουσε πλέον τίποτε. Ενόμισεν ότι ηπατήθη την πρώτην φοράν. Ητοιμάζετο να κρούση και εκ τρίτου. Αλλά συγχρόνως ήκουσε βήματα εκ του αντιθέτου μέρους. Διά της κλίμακος ην είχεν αρτίως αναβή, ανέβαινέ τις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν