United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ελθόντες εις την εορτήν ήσαν πλείονες, περί τους είκοσιν. Ο δε Πλήθων αυτός εφαίνετο φαιδρός, ως να είχε κερδήσει τι. Αρτίως είχε κλεισθή η θύρα του σπηλαίου και οι μεμυημένοι είχον αποχωρήσει εις τα έσω αυτού. Ο δε Θεόδωρος εκάθητο έξωθεν, θεωρών μακρόθεν την θύραν. Ήτο δε ώρα περί δυσμάς ηλίου.

Η λέξις την οποίαν είχε προφέρει αρτίως η μήτηρ της, της επανήλθε πράγματι εις τον νουν, την ώραν καθ' ην, με το τρίτον λάλημα του πετεινού, επέστρεψεν εις την οικίαν, πλησίον της κοιμωμένης μικράς αδελφής της. Αλλ' ήτο άρα αυτή πράγματι «αλαφροΐσκιωτηΑυτή της οποίας τα όνειρα, αι πλάναι, και αι παρακρούσεις πολλάκις συνέβη να σημαίνωσιν, ή να δηλώσι τι, ή ν' αφίνωσι παράδοξον εντύπωσιν.

Το συναίσθημα ότι εδόθη αυτώ να νοήση και να εκφράση νέαν και ισχυράν αλήθειαν, ομού με το λαμπρόν εγκώμιον και την επαγγελίαν την οποίαν αρτίως είχε λάβη, συνετέλεσαν να φυσιώσωσι την διάνοιάν του και ν' αποπλανήνωσι την καρδίαν του.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει ότι δεν απείχε πλέον πολύ από τον Αγ. Ιωάννην.

Ο κατοπτευτής εφάνη ότι ευχαριστήθη εκ της ανακαλύψεως ταύτης, και ρίψας τελευταίον βλέμμα εις το τείχος, ως διά να σημειώση καλώς την θέσιν της ορσοθύρας, απεμακρύνθη. Ο ψευδής Μάχτος. Ήτο μικρόν προ του μεσονυκτίου, και η Αϊμά είχεν αρτίως κατακλιθή. Την εσπέραν εκείνην είχε φαιδράς ελπίδας.

Πφου! σκ'ληκομυρμηγκότρυπα! Εν τω μεταξύ είχαν αμματίσει το παλάγκον, και πάλιν νέα προσπάθεια κατεβλήθη. Αλλά δεν παρήλθον ολίγα λεπτά και το παλάγκον εκόπη εις άλλο μέρος, όχι εκεί όπου το είχαν αρτίως αμματίσει.

Τη στιγμή ταύτη εφάνη εις την Βεάτην ότι ήκουσεν ως πνοήν ή στεναγμόν τινα, κίνημά τι ανθρώπου αφυπνιζομένου. Ηκροάσθη. Δεν ήκουσε πλέον τίποτε. Ενόμισεν ότι ηπατήθη την πρώτην φοράν. Ητοιμάζετο να κρούση και εκ τρίτου. Αλλά συγχρόνως ήκουσε βήματα εκ του αντιθέτου μέρους. Διά της κλίμακος ην είχεν αρτίως αναβή, ανέβαινέ τις.

Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.

Φαίνεται ότι είχε γνωσθή ανά την χώραν, την πέραν του Ιορδάνου, ότι ο καιρός της αναχωρήσεώς Του επλησίαζε· και εν συνειδήσει ίσως των λόγων τους οποίους αρτίως είχεν εκφέρει, πατέρες και μητέρες και οικείοι έφερον προς Αυτόν τους καρπούς των ιερών δεσμών, νεαρά παιδία και βρέφη, με σκοπόν να τα επιψαύση και να τα ευχηθή.

Εσκέπτετο ότι ο τόνος ούτος ήτο απροσδόκητος εις το στόμα του άγαν τούτου ορθοδόξου μοναχού, του κεκηρυγμένου εχθρού πάσης καινοτομίας. Ήτο απροσδόκητος διότι είχε λογικόν τι και μετριοπαθές, και δεν ωμοίαζε με τον τόνον, ον απήντα εις τα συγγράμματά του, αυτού του Σχολαρίου, εν οις είχε κατενεχθή κατά τον Πλήθωνος, όπως είχεν υπαινιχθή αρτίως ούτος.