United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε αγαπώ και σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μουΒινίκιος Ο Ούρσος ήντλει ύδωρ από την στέρναν και ενώ έσυρε τους διπλούς αμφορείς τους προσδεδεμένους εις το σχοινίον, έψαλλε χαμηλή τη φωνή ένα τραγούδι της πατρίδος του. Οι οφθαλμοί του ακτινοβολούντες εκ χαράς εθεώρουν τας σιλουέτας της Λιγείας και του Βινικίου μεταξύ των κυπαρίσσων του κήπου του Λίνου.

Άκουσε ευκρινώς να εξέρχεται από την στέρναν μια βαθεία, πολύ βαθεία, αλλόκοτος βοή. Εταράσσετο το νερόν της στέρνας, με παφλασμόν τρικυμίας, εφώναζε, και σχεδόν ωμίλει ως άνθρωπος. Αυτή διέκρινεν εναργώς την λέξιν την οποίαν επρόφερε το λαλούν εκείνο νερόν «Φόνισσα! . . . Φόνισσα! . . . »

Εις τον μέγαν κήπον του κυρ -Χαράλαμπου του Νιανιού, παρά την κεντρικήν στέρναν και το μαγγανοπήγαδον, υπό τρία με συμπεπλεγμένους τους κλώνους μεγάλα δένδρα, βερυκοκιάν και συκήν και απιδέαν, είχε στρωθή από της μεσημβρίας ο Γιαννιός ο Κάβουρας, ο Δημήτρης, ο Ζάβαλος, ο μπαρμπα-Γιώργης ο Απίκραντος, ο γερο-Λευτέρης ο Κουσερής και ο Κώστας ο Αγγουρακομμένος.

Η καπετάνισσα κατ' αρχάς, ακούουσα ταύτα, ήρχισε να φοβήται και αυτή. Διότι περί το μεσονύκτιον την εξύπνα άλλοτε μεν φωνή αλώπεκος, άλλοτε λύκου ωρυγή, και άλλοτε χρεμετισμός ίππου. Και, όταν μίαν νύκτα ήθελε ν' αντλήση ύδωρ από την στέρναν, βροχή λίθων παρ' ολίγον να θραύση την κεφαλήν της.

Η γραία πενθερά του Λυρίγκου, μανιώδης, συστρέφουσα τας χείρας, την ηπείλει τρομερά, και ο γαμβρός της, με ήθος παραπονεμένον, την επέπληττε . . . Κάτω εις τους πόδας, εις το βάθος της Σπηλιάς, ερρόχθει το κύμα . . . Έβραζεν, έβραζε, και το άντρον μετεβάλλετο εις στέρναν, και το νερόν της στέρνας εβρυχάτο μ' έναθρον φωνήν·Φόνισσα! — Φόνισσα!

Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τελευταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας, αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν, υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των. Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.

Η σιδηρόπορτα πάντοτε κλειστή, η κινητή γέφυρα ανεβασμένη· είχον αφθόνους τροφάς, κ' έπινον νερόν από μίαν στέρναν κ' επειδή εφείδοντο του νερού, όταν επρόκειτο να κτισθή τοίχος αυλής ή μικρά καλύβη, κατεσκεύαζον την λάσπην με κρασίκαθώς διηγούντο οι γεροντότεροικαι αυτοί το είχον εξ ακοήςκαι όλοι έλεγαν ότι το πιστεύουν. Πού η αφθονία εκείνη εις όλα τα πράγματα; ευλογημένος καιρός!

Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία. Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατά γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα. Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλειτέρα επάλαιε.

Ο Κουμπής Νικολάου, μαύρος, ρωμαλέος, επιβλητικός με το τσιμπούκι, με τας κινητάς μακράς χειρίδας, και με τα τσόχινα ανωβράκια του, προήδρευε συνήθως εις το Κιόσι, δίπλα στην Μεγάλην Στέρναν, κι' αντίκρυ στο τζαμί· εκεί ήτο είς Τούρκος τσαούσης, στο διπλανόν κονάκι, διά τον τύπονόπου συνηθροίζοντο συνήθως οι προεστοί.

Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως, και άρχισε να τρέχη, να πηδά. και να φωνάζη.