United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι άνδρες με τα καλλίτερά των ενδύματα, τιμώντες την ημέραν ζώναι χρυσαί, ζώναι μεταξωταί, κεντητά γελέκια, κατάλευκοι χιτώνες μεταξωτά μανδήλια, τσόχινα επανωφόρια, πολύτιμοι ρωσσικαί γούναι, υποδήματα υψηλά του Ταϊγανίου. Τα παιδιά στολισμένα, σεμνά, αθώα, ησύχια, διά της σιωπής των δεικνύοντα το έν προς το άλλο το νέον του φόρεμα, εν υπερηφανία.

Κοντός, παχύς, μέσατα μαύρα τσόχινα, με άσπρο υποκάμισο, με την χρυσήν καδένα του. Κ' εκράτει στερεώς την Θωμαήν από της χειρός, ίνα μη προχωρή. Αλλ' αύτη, επιθυμούσα να προχωρήση, ώρμα προς τα κάτω πάντοτε λέγουσα: — Πάμε μέσα, που φοβάσαι μη σε φάνε! και είλκεν αυτόν. — Πού πας, αδελφή; παρετήρησε τότε ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έμφοβος.

Ο Κουμπής Νικολάου, μαύρος, ρωμαλέος, επιβλητικός με το τσιμπούκι, με τας κινητάς μακράς χειρίδας, και με τα τσόχινα ανωβράκια του, προήδρευε συνήθως εις το Κιόσι, δίπλα στην Μεγάλην Στέρναν, κι' αντίκρυ στο τζαμί· εκεί ήτο είς Τούρκος τσαούσης, στο διπλανόν κονάκι, διά τον τύπονόπου συνηθροίζοντο συνήθως οι προεστοί.

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.

Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.

Το κεφάλι μου αργοκυλώντας μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ' έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν: Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ' εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: — Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά.