United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς σας βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές. — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα; — Ήτανετον Άη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας βλέπω και με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου. — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;

Εκ τούτων ο μεν ήτο μικρόσωμος γέρων, αρκετά παχύς και προγάστωρ, με την μύτην σιμήν, με ώτα μεγάλα και όρθια, όστις έτρεμε και εστηρίζετο εις βακτηρίαν αλλ' ως επί το πλείστον εκάθητο επί όνου, εφόρει δε και ούτος χρυσοειδές ένδυμα και εφαίνετο ως συνταγματάρχης του στρατηλάτου.

Θα κάμης μπάνιο; τον ερωτά ο παχύς κύριος, αφού συνήλθεν εκ της συγκινήσεως ην ησθάνθη φανταζόμενος τον εαυτόν του ρυμουλκούμενον υπό του τροχιοδρόμου. — Μπάνιο δεν θα κάμω, αλλά θα ψαρέψω. — Δηλαδή; — Θα πάω για καμμιά γκουβερνάντα. Εις έν εκ των προ ημών θρανίων μία μυταρού ομιλεί αδιακόπως μυστικά προς παρακαθημένην κυρίαν με ωραία μάτια.

Λίγο ύστερ' από το δράμα, το παιδί του ναύτη έγεινε άφαντο. Κάποιος το είχε πάρη στην ξενητιά, όπου, ύστερ' από χρόνια, μια μέρα εγύρισε στον τόπο του παππάς! Με ποιο τρόπο και με τι μέσα το εκατώρθωσε αυτό, κανείς δεν ήξερε· η ουσία είνε πως ήταν παππάς και τι παππάς; παχύς, όμορφος, ομιλητικός, αστείος, όλα του έδειχναν ένα λαμπρό ιερομόναχο· ως και καλόφωνος ήταν.

ΛΑΜΠ. Καλά, τι άλλο; Διότι όλα τα αφήκα, ως βλέπεις. ΕΡΜ. Και την σκληρότητα και την μωρίαν και το θράσος και την οργήν, και αυτά να ταφήσης. ΛΑΜΠ. Ιδού είμαι γυμνός κατά το θέλημά σου. ΕΡΜ. Πήγαινε τώρα μέσα. Συ δε ο παχύς με τας πολλάς σάρκας ποίος είσαι; ΔΑΜ. Δαμασίας ο αθλητής. ΕΡΜ. Ναι, φαίνεσαι• σε αναγνωρίζω, διότι σε είδα πολλάκις εις τας παλαίστρας. ΔΑΜ. Μάλιστα, ω Ερμή.

Όλα του φαίνονταν μακρινά, όλο και πιο μακρινά, σαν να είχε μπαρκάρει και μέσα από την γκρίζα και τρικυμισμένη θάλασσα να έβλεπε να χάνεται η ξηρά στο ορίζοντα. Να όμως ο ντον Πρέντου που γυρίζει σπίτι. Είναι λιγότερο παχύς από πριν, σαν να είχε αδειάσει κάπως. Η χρυσή του καδένα κρέμεται λίγο επάνω στο στήθος του που ασθμαίνει.

Ένας παχύς ψαράς με μια χοντρή και ως τα πόδια λινατσένια πουκαμίσα, μας δέχτηκε μαζί με τη γριά του, χαρούμενοι κι οι δυο. Φιλόξενοι άνθρωποι αυτοί οι ψαράδες χειμώνα καλοκαίρι σ' όλο το πλήθος των κυνηγών που ξεπέφτει στις καλύβες τους. Ριχτήκαμε κι οι τρεις στη φωτιά.

Ο Λαλεμήτρος, κοντός, παχύς, ξουραφισμένος· μέσατης μαύραις τσόχαις και σ' τάσπρα ποκάμισα, με την χρυσή καδένα, επήδησεν αμέσως κάτω· άνοιξε την πόρτα της καρρότσας κ' εβγήκαν τέσσερες εγγλέζοι, 'ψηλοί ως απάνω, με κάτι σαν ζεμπίλιατα κεφάλια τους, με γυαλιάτα μάτια, με τα τετραβάγγελατα χέρια.

Ήτονε παχύς, αλλ' η κιτρινάδα τον προσώπου του μαρτυρούσε πως το πάχος τον ήτον αρρωστιάρικο. Στο βλέμμα του το άτονο και θολό φαινότανε κούραση, αλλ' η κούραση του βέβαια δεν ήτον από εργασία. Είχεν όμως στιγμές που σαυτά τα ψόφια μάτια άναβε φοβερή φλόγα ο θυμός κη τυραννική παραφροσύνη.

ΛΑΕΡΤΗΣ Ας είναι· πάλιν, ΒΑΣΙΛΕΑΣ Στάσουφέρετέ μου κρασί. — Δικός σου ο μαργαρίτης τούτος είναι, Αμλέτε·την υγειά σου εδώ. Σεις, δώσετέ του το ποτήρι. ΛΑΕΡΤΗΣ Μία κτυπιά, τ' ομολογώ. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ο υιός μας θα κερδίση. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Είναι παχύς και δύσκολ' ανασαίνει. — Αμλέτε, με το μαντίλι μου το πρόσωπο σφογγίσου· η βασίλισσα ιδούτην τύχην σου προπίνει, Αμλέτε μου. ΑΜΛΕΤΟΣ Καλή μου δέσποινα.