Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Κυνηγοί είχαν περικυκλώσει τον βάλτον, και ετουφέκιζαν αριστερά και δεξιά, και εσηκώνετο ωσάν σύννεφον επάνω από τα δένδρα ο καπνός, και ο αέρας τον έσπρωχνε επάνω από τα νερά. Οι σκύλοι των κυνηγών έτρεχαν εις την λάσπην, πλατς πλατς, και επατούσαν τα καλάμια. Ω! πώς έτρεμε το παπί! Έσκυψε την κεφαλήν του και την έχωσε κάτω από την πτέρυγά του.

Εξεκίνησε λοιπόν κατά τον μήνα Ιούνιον η μητέρα με το παιδί και με συνοδείαν δυο κυνηγών και ήρχετο προς το Γκρίντελβαλντ διά του Γκέμμι.

Λοιπόν μια μέρα, στο κυνήγι, καθώς ο Βασιλέας ακούγοντας το θόρυβο των κυνηγών και των λαγωνικών, κρατούσε το άλογο του στη μέση ενός ωργωμένου χωραφιού, πήγαν κοντά του καλπάζοντας και οι τρεις: «Βασιληά, άκουσέ μας. Είχες καταδικάσει τη Βασίλισσα χωρίς δίκη, κ' ήταν άδικο. Σήμερα την αθώωσες πάλι χωρίς δίκη.

Φαίνεται ότι επρόκειτο, καθώς υπώπτευσεν εκ των όσα ήκουσεν ο εύθυμος γέρων, «για να κλέψουν ή την Σοφιά ή τη Λουκρητία». Εγίνοντο δηλαδή μελέται περί απαγωγής της μίας των δύο αδελφών υπό των ερωτύλων ή των «κυνηγών» εκείνων. Και εις τα συμβούλια ταύτα ήτο παρών, ως εμαρτύρει ο Καρδοπάκης, και είς των νεωτέρων συγγενών του μακαρίτου Αγάλλου, ανεψιός του εξ αδελφού.

Τινταγκέλ, φώναξε ο Τριστάνος, ο Θεός να σ' ευλογήση σένα και τους άρχοντές σουΆρχοντες, εδώ άλλοτε ο πατέρας του ο Ριβαλάν, με μεγάλη χαρά, είχε πάρει την Μπλανσεφλέρ. Αλλάαλλοίμονο! — ο Τριστάνος δεν το ήξευρε. Όταν έφθασαν κάτω από τη μεγάλη σκοπιά του πύργου, τα σαλπίσματα των κυνηγών αντήχησαν, και αμέσως κατέβηκαν στης πόρτες οι βαρώνοι κι' ο ίδιος ο Βασιληάς Μάρκος.

Καθώς από το σπήλαιον Εκβάς ο λέων πληγόνει, Σκοτόνει, διασκορπίζει Τολμηρών κυνηγών Πλήθος Αράβων. Καθώς εις τον χειμώνα Το νερόν υπερήφανον Του χειμάρρου κυλίεται, Και τα χωράφια χάνονται Βοσκοί και ζώα. Ή καθώς την αυγήν Εξαπλόνετ' ο Ήλιος, Και τ' άστρα τ' αναρίθμητα Από τον μέγαν Όλυμπον Πάντα εξαλείφει.

Αυτηνής της εφάνη πως είδεν εις τον ύπνο της ένα ελάφι, που είχε πιασθή εις κάποιες παγίδες κυνηγών και όντας εις αυτές, επήγε μία έλαφος, και έκαμε κάθε τρόπο και το ελευθέρωσεν· έτυχε κατά τύχην και επιάσθη υστερότερα και αυτή η έλαφος εις τες ίδιες παγίδες, και το ελάφι αντίς να κάμη το χρέος του να την συντρέξη και να την ελευθερώση, την άφησεν εκεί και έφυγεν.

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Κοράσια σας οπ' είχαν Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη 'Σάν δροσισμένα 'ρόδα, Λαιμόν 'σάν γάλα; 'Στά πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν· έρημα, Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται Να τα ποτίζη. Τα δάση, τα λαγκάδια σας, Όπου η φωναί αντιβόουν Των κυνηγών, σιωπώσι· Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι Μόνον βουίζουν.

Ο Νειόγαμπρος είχε στεφανωθή την προ πέντε εβδομάδων Κυριακήν, και ο γάμος δεν είχε σαραντήσει ακόμα. Επί δύο ώρας ο Καλούμπας και ο Νειόγαμπρος επερίμεναν τον Μπαμπούκον πότε να έλθη διά να λύσουν την μπαρούμαν καί αποπλεύσουν. Επί δύο ώρας ο Μπομπούκος έτρεχεν από βράχον εις βράχον, από μονοπάτι εις κρημνόν, κυνηγών τον υιόν του τον Πάπον. Οι άλλοι δύο υιοί του γέρο-Μπαμπούκου έλειπαν.

Ένας παχύς ψαράς με μια χοντρή και ως τα πόδια λινατσένια πουκαμίσα, μας δέχτηκε μαζί με τη γριά του, χαρούμενοι κι οι δυο. Φιλόξενοι άνθρωποι αυτοί οι ψαράδες χειμώνα καλοκαίρι σ' όλο το πλήθος των κυνηγών που ξεπέφτει στις καλύβες τους. Ριχτήκαμε κι οι τρεις στη φωτιά.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν