Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Καθώς από το σπήλαιον Εκβάς ο λέων πληγόνει, Σκοτόνει, διασκορπίζει Τολμηρών κυνηγών Πλήθος Αράβων. Καθώς εις τον χειμώνα Το νερόν υπερήφανον Του χειμάρρου κυλίεται, Και τα χωράφια χάνονται Βοσκοί και ζώα. Ή καθώς την αυγήν Εξαπλόνετ' ο Ήλιος, Και τ' άστρα τ' αναρίθμητα Από τον μέγαν Όλυμπον Πάντα εξαλείφει.
Τα υψηλά και κορυφαία μέρη του οίκου είνε τοιαύτα, ώστε έχουν ανάγκην εγκωμιαστού όπως ο Όμηρος, διά να τον ονομάση υψόροφον, όπως τον θάλαμον της Ελένης, ή αιγλήεντα, όπως τον Όλυμπον.
Αν βέβαια μάντις είμ’ εγώ, κι είμαι σοφός στη γνώσι στον Όλυμπον σου ορκίζομαι, μεγάλε Κιθαιρών, πως η αυριανή πανσέληνος δεν θα ’λθη χωρίς όλοι εμείς να σε δοξάζωμε πατριώτη και πατέρα, και μάνα του Οιδίποδος εσένα° και να τιμούμε σε γιατί μας φέρεις ευχάριστα στους βασιλείς μας. Εύσπλαχνε Απόλλων εύχομαι σ’ εσένα αυτά ν’ αρέσουν. Αντιστροφή
»Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω· — Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα.
Ο θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του, και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.
'Πάγω λοιπόν 'ς τον Όλυμπον τον καταχιονισμένον Εγώ, να 'πώ τον λόγον σου εις τον αστράφτην Δία, Αν πείθεται· και κάθου τώρ' εις τα γοργά καράβια· Και κάκιωνε τους Αχαιούς, και παύσ' απ' τους πολέμους.
Ο Νέρων, δεσπότης του κόσμου, ο Νέρων-θεός, έκαυσε την Ρώμην, διότι ήτο τόσον φοβερός επί της γης όσον και ο Ζευς εις τον Όλυμπον. Ο Νέρων ποιητής ηγάπα τόσον πολύ την ποίησιν, ώστε εθυσίασεν εις αυτήν την πατρίδα του! Από καταβολής κόσμου ουδείς έπραξεν, ουδείς ετόλμησε να ονειροπολήση παρόμοιον πράγμα! Αδιάφορον αν η πυρπόλησις της Ρώμης είναι καλόν ή κακόν: Είνε μέγα πράγμα και ασύνηθες!
Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι Την παν 'ς την Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα· Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως. Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου. Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία, Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον.
Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν. Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ του 'Σ την ασημένια τη λαβή· κι' οπίσω 'ς το θηκάρι Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνη 'Σ τον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.
Φυσά ο Καικίας κατερχόμενος από τα βουνά της Θράκης, και ο Βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος από τον νεφελοσκεπή και χιονοστέφανον Άθω, και ο Αργέστης ριγηλός καταβαίνει από τον γεραρόν Όλυμπον φρίσσει το κύμα εις την επαφήν της ψυχράς πνοής, φρικιά ο πορφυρούς πόντος από την κραταιάν αύραν, ρυτιδούται η θάλασσα από την αλλεπάλληλον ραγδαίαν ριπήν, αγριαίνει το πέλαγος, ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς, ρήγνυται το κύμα εις τους σκληρούς αιχμηρούς βράχους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν