Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Αγέλαε, μα τον Δία και μα τα πάθη του πατρός, 'που πέρ' απ' την Ιθάκη περιπλανάτ' ή χάθηκε, τον γάμο της μητρός μου 340 δεν αναβάλλω εγώ ποσώς, αλλ' άνδρ' όποιον θελήση να πάρη την παρακινώ, και άπειρα δίδω δώρα· να την προστάξω εντρέπομαι, χωρίς να το θελήση, να φύγη από το μέγαρο· τούτο θεός μη δώση».

Τους επήγε λοιπόν πρώτα τα δώρα· για το Δάφνη σουραύλι τσοπάνικο, που είχεν εννιά καλάμια κολλημένα, τόνα με τάλλο, με χάλκωμα αντί με κερί· και για τη Χλόη βακχικό αλαφόπουλο· και το χρώμα του ήτανε σαν ζωγραφισμένο μ' άσπρες βούλες.

Υβριστικά, υπερήφανα Τύμπανα ακούω· και βλέπω Την Ναβαθαίαν· εις αίμα Βαμμένη επί τους πύργους· Αεροκινείται. Θλίβει ο καπνός το διάστημα Γαλάζιον των αέρων· Ούτως εις την ομίχλην Του θανάτου, μειδίασμα Πνίγεται νέον. Πόσους ναούς 'που εδέχοντο Τας πτερωτάς της πίστεως Προσευχάς και τα δώρα· Πόσους βλαστούς σοφίας, Πόσας ελπίδας·

Σοβαρόν, υψηλόν Δόσε τόνον ω Λύρα· Λάβε αστραπήν, και ήθος Λάβε νοός, υμνούμεν Ένδοξον έργον. Διαπρεπή οι αθάνατοι Έδωσαν των ανθρώπων Και ατίμητα δώρα· Αγάπην, αρετήν, Εύσπλαχνον στήθος. Αλλά και φρενών πτέρωμα· Όπως, όταν η τύχη Εις τα κρημνά του βίου Της αμάξης πλαγίαν Την ορμήν φέρη· Ημείς, ως τας κλαγγάς Εις τα σύννεφα αφίνει Ο μέγας αετός Και εις τα βαθέα λαγγάδια Αφρούς και βράχους.

Μη μου χτυπάς τα ζηλεφτά της Αφροδίτης δώρα· δεν είναι δα ακατάδεχτα τα τιμημένα δώρα 65 που μας χαρίζουνε οι θεοί... ειδέ κανείς μονάχος δεν τ' αποχτάει.

Και πρώτα εγώ, τι ποθητά δε μου ξεχνούσε δώρα· αι λειτουργιές δεν έλειπαν ποτές απ' το βωμό μου, σταλιές και τσίκνα· αφτό πρεσβιό κι' εμάς μας έχει λάχει, 70 Μα :πιος θα πάει εδώ θεός τη Θέτη να μας κράξει, 74 κι' εγώ σωστό 'ναι θαν της πω να λάβει ο Αχιλέας 75 την ξαγορά απ' τον Πρίαμο και το νεκρό ν' αφίσει

Ο δε Γύγης, στερεωθείς επί του θρόνου, έπεμψεν εις τους Δελφούς πλούσια δώρα· διότι μεταξύ όλων των ευρισκομένων εκεί αργυρών αναθημάτων, τα πλειότερα επέμφθησαν παρ' αυτού. Αφιέρωσεν επίσης και άπειρα χρυσά, μεταξύ των οποίων έξ κρατήρας οίτινες προ πάντων είναι άξιοι μνείας. Σήμερον αποτελούσιν ούτοι μέρος του θησαυρού των Κορινθίων και έχουσι βάρος τριάκοντα ταλάντων.

Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοιτο δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσατον κήπον 220 πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν φράχτην του κήπου, και οδηγόςαυτούς ο γέρος ήταν. 225 και μόνον τον πατέρα τουτο πρόσχαρο κηπάρι ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. και να μετρήση εβάλθηκετου λογισμού τα βάθη, 235 αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα να του ειπή, πώς έφθασετην γη την πατρική του, ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· «Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· περιποιείσ' όλα καλά·το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μηεμέ θυμώσης· συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, ή απέθανε κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη. ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, οπ' είχε' έλθειτο σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδατο δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».

Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι Την παντην Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα· Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως. Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου. Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία, Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν