United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την δουκαρχία σου επιστρέφω, και σε παρακαλώ να με συγχωρέσης γιατί σ' έχω αδικήσει. Αλλά πώς γίνεται να ζη ο Πρόσπερος, και να είν' εδώ; ΠΡΟΣΠ. Πρώτα, ευγενικέ μου φίλε, ν' ασπασθώ τα γερατειά σου· δίχως μέτρο, δίχως όρια είναι η τιμιότης σου. ΓΟΝΖ. Αν αυτό, που βλέπω, είναι ή δεν είναι, δεν ορκίζομαι.

Η Δειλνοβάτζη καθώς επήγαινεν από ολίγον κατ' ολίγον γηράζουσα, έτσι της ωλιγόστευε κάθε ημέραν και ο αριθμός των αγαπητικών της, και τέλος πάντων τα γερατειά της τους της εσήκωσαν όλους.

Τη γλώσσα που και τα συστατικά έχει, και γραφτό της είναι να δώση το υλικό για τη φιλολογία την εθνική. Να σου πω τώρα και κάτι στ' αυτί πρι να σηκωθούμε. Να είχαμε καιρό, και να μη φοβούμουν τα γερατειά, θα σ' έπαιρνα μαζί μου ως το Παρίσι. Εκεί θα σανέβαζα σ' ένα σπίτι, στου Ταξιάρχη τη συνοικία. Θα μπαίναμε, και θα βλέπαμε τοίχους από βιβλία ολοτρόγυρα.

Βγήκαν παραβλάσταρα στον τόπο της, έγιναν κι απ' αυτά μερικά μεγάλα Κράτη, μα η καθαυτό Ρώμη δε ζούσε. Και δε ζούσε, γιατί μήτε πόρους δεν είχε στα γερατειά της, μήτ' έθνος εφτάψυχο περίγυρά της, μήτ' άλλα φυσικά προσόντα να τη θρέφουνε και να τη διαφεντεύουν, καθώς διαφέντευαν τη θετή της κόρη, την Κωσταντινούπολη. Γερμανός βασιλέας τη σαβάνωσε με την πορφύρα του στα 476, ο Οδοάκερος.

Ο γέρο Βασίλης είχε παρμένο αποκοπή το χτήμα μας στην αγαπημένη αυτή την εξοχή που περνώ τώρα τα γερατειά μου, και που τη λένε Μεσοβούνι. Ερχότανε συχνά το βράδυ, και δειπνούσε μαζί μας. Πρόσχαρος γέρος, λίγα λόγια με ξένους, πολλά με δικούς. Μπορούσε να πηδήξη σε πηγάδι για να γλυτώση σκυλί, μα είταν καλός και να ξαντερώση κλέφτη, αν τον έπιανε σταμπέλι.

Πάψη. Έτσι πιστεύω, να μη κιντυνεύουνε πλέον τα κόπια σας και τα πλούτη σας. Αν όμως τώρα μέσα μου αιστάνουμαι ένα σπαραγμό, είναι γιαΤι αφήνω πίσω μου τη λύπη σε δυο πρόσωπα που τα στολίζουνε τα αθώα γερατειά και τ' αγνά νιάτα. Ω! τη γιαγιά μου και την αδερφή μου δε θέλω ούτε να τις αποχαιρετήσω, φοβάμαι μήπως η αγάπη τους, και άθελά μου με κρατήση εδώ.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αν δύναμαι, γερόντοι μου, να συμπεράνω αν και ποτέ δεν έτυχε να τον συντύχω, θαρρώ πως έχομεν εδώ, το βοϊδολάτη που θέλομε. Και στα βαθειά του γερατειά μοιάζει τον άνθρωπον αυτόν° στην ηλικίαν ίσος του. Και τον φέρνουνε δούλοι δικοί μου. Εσύ όμως, λέγω, δύνασαι καλύτερά μου να ξέρης, αφού κι άλλοτε τον έχεις ιδεί.

Και μα την αλήθεια δεν το παραξενεύουμαι, μια και γυρέψαμε να τα πούμε όλα σε μια βραδινή. Το χάσαμε και κείνο, Μυλόρδε, ειδεμή δε θα μας έβρισκες ολομόναχους τώρα. Έξη παιδιά, και τώρα στα γερατειά μας κανένα! — Εκείνο μας το πήρε ο Θεός σαν τα πρώτα, και δε μας πέφτει λόγος στο θέλημα, του Θεού, λέει τώρα η Προεστίνα. Μα η Καλλίτσα μου, η Καλλίτσα!

ΙΕΡΕΥΣ Οιδίπου, που του τόπου μας αφέντης είσαι, βλέπεις ικέτας όλους μας μπρος στους βωμούς σου: να μακροφτερουγίσουνε δεν ημπορούνε άλλοι° κι άλλους βαρύνουνε τα γερατειά° ιερέας εγώ του Διός και τούτοι διαλεχτοί στους νέους.

Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.