United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω, θα ώφειλον να αγαπώ τους Βιθυνούς φορείς μου, τους Αιγυπτίους βαλανείς μου, — θα ώφειλον να αγαπώ τον Χαλκοπώγωνα και τον Τιγγελίνον. Μα τας λευκογονάτους Χάριτας, σου ορκίζομαι ότι, και εάν το ήθελα, δεν θα ηδυνάμην να πράξω τούτο.

Η μάννα μου επήγε αλλού και δεν με μέλει τώρα. Κυρούλα! σε παρακαλώ φέρε τον Καυλογόρα , κι' ό,τι για σένα επρόσταξαν του νόμου τα γραμμένα, σ' ορκίζομαι πως θα γενούν καλήτερα μ' εμένα. Α' ΓΡΑΥΣ Για το γαμήσι το Ιωνικό σε γαργαλάει, δόλιο θηλυκό• και μάλιστα θαρρώ πως αγαπάς και κατά τους Λεσβίους να το πας.

Λύτρωσές μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο· εδεήθηκεν εγκαρδιακά. Στη στιγμή — τ' ορκίζομαιστη στιγμή έρχετ' ένα φύλλο και σαρώνει από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε, την έσπρωξε, την συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις σκοτεινές σπηλιές σαν κατάδικο.

Τότε ο Έφις φάνηκε να ηρεμεί. «Αλήθεια είναι», είπε χαμηλόφωνα. «Εγώ σκότωσα τον παππού σου, ναι. Χίλιες φορές θα το είχα φωνάξει στο δρόμο, στην εκκλησία, δεν το έκανα όμως, για χάρη τους. Εάν έλειπα εγώ, ποιος θα τις φρόντιζε; Η κακιά ώρα όμως το’ φερε, Τζατσί! Σου τ’ ορκίζομαι. Ήξερα ότι η μάνα σου ήθελε να το σκάσει και εγώ την συμπονούσα, γιατί την αγαπούσα. Αυτό ήταν το πρώτο μου έγκλημα.

Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν.

Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν: — Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν. Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε: — Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να απολεσθής!

Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν μας να μάθης το όνομά μου; Κατ' ουδέν, αγαπητή μου Ψυχή· θα την καταστρέψη μάλιστα, σου το ορκίζομαι εις τον έρωτά μου. Θα την καταστρέψη, διότι όταν μάθης ποίος είμαι και ιδής το πρόσωπόν μου, θα με χάσης από τας αγκάλας σου και δεν θα μ' επανίδης πλέον.

Συγχρόνως δε τω επήλθε και ιδέα τις, ιδέα ην τω ενέπνευσεν η δειλία, υφ' ης κατείχετο. — Ναι, έτσι είνε, είπε καθ' εαυτόν. Δεν ειξεύρω τίποτε βέβαιον. Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Δεν πρέπει να της ειπώ τίποτε. Αργότερα, όταν θα μάθω. Και οπισθοδρόμησε. Κενόν τι έβλεπε και αυτός ότι είχεν ο συλλογισμός του. Συνεπλήρωσε δε την ιδέαν του ως εξής·Όχι δεν θ' αμελήσω. Ορκίζομαι να μάθω.

Ναι, ποιός μπορεί να φυλάξη την απόφασή του! Κάθε μέρα υπόκειμαι εις τον πειρασμόν και ορκίζομαι: «αύριο μια φορά δεν θα πας», και όταν έρχεται το πρωί ευρίσκω μίαν ακατανίκητον αιτίαν, και πριν το καταλάβω, ευρίσκομαι πλησίον της.

Εσύ…» δίστασε για λίγο, έπειτα ανέβασε τη φωνή, «μίλησες γι’ αυτό με τον Τζατσίντο; Πες μου την αλήθεια.» «Όχι», είπε ψέματα με σταθερή φωνή: «σας ορκίζομαι, δεν μίλησα γι’ αυτό». «Πιστεύεις τότε πως του το είπε ο ντον Πρέντου;» «Έτσι πιστεύω, ντόνα Νοέμι μου.» «Κάτι ακόμη. Πες μου, γιατί έφυγες;» «Δεν ξέρω. Αυτό σκεφτόμουν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος.