United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την άλλην, η οποία είνε ομαλή και δεν έχει καμμίαν τραχύτητα, την είδα μακρόθεν χωρίς να περάσω εξ αυτής• διότι ήμουν νέος και δεν διέκρινα το καλλίτερον, αλλ' ενόμιζα ότι ο ποιητής εκείνος, ο οποίος λέγει ότι εκ των κόπων φύονται να αγαθά έλεγε την αλήθειαν.

Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν.

Με σιγηλή θλίψη, εις την οποίαν μου εφάνη ότι διέκρινα κάτι το περίφοβο, μου απεκρίθη ο άνθρωπος στην αρχή στας ερωτήσεις μου· αλλά μετ' ολίγον πιο ανοιχτά, ως να ανεγνώρισεν έξαφνα, τον εαυτόν μου και εμέ, μου ωμολόγησε τα σφάλματά του, μου παρεπονέθη για την δυστυχία του. Αν μπορούσα, φίλε μου, να υποβάλω στην κρίση σου κάθε του λέξη!

Θα επροτιμούσα να το ανταλλάξωμε με ολίγο κουνέλι. Εις τα άκρα της τραπέζης διέκρινα πιάτα με κουνέλια, τα οποία μου εφάνησαν καμωμένα κατά τον γαλλικόν τρόπον, φαγητόν το οποίον σας συνιστώ ιδιαιτέρως. — Πέτρε, εφώναξεν ο αμφιτρύων μου, πάρε το πιάτο του κυρίου και σερβίρισέ του μίαν καλήν μερίδα κουνελιού-γάτου. — Τι, είπατε! Ηρώτησα. — Κουνελιού-γάτου. Μου απήντησε.

Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.

Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα σπεύδων κ' εγώτελευταίος μετά του Μίρτου. — Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα. — Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς.

Διά της πρώτης των θυρίδων τούτων διέκρινα είδος τι κελλίου, τριών περίπου μέτρων μήκους και ολιγωτέρου πλάτους, και εν μέσω αυτού μεγάλην εκ σιδήρου τράπεζαν, εφ' ης ανεπαύετο υπό λευκόφαιον κάλυμμα παχύσαρκος τις άνθρωπος, τον οποίον εκ του στριμμένου μύστακος και ουλής τινος επί του μετώπου υπέθεσα αξιωματικόν.

Πίσω, στο ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο το άσπρο άτι, που επήγαν για τον Δεσπότη· μα όσο και αν εκόντευε, Δεσπότης δεν εφαίνετο επάνω του. Βγα! είπα με τον νου μου, και άρχισα να πλησιάζω ανήσυχη και βιαστική. — Φεύγα, κυρά! εφώναξε τότε έν' από τα παιδιά, που έτρεχαν εμπρός εμπρός με τα γιορτερά τους. Φεύγα πίσω, γιατ' έρχεται τ' ασκέρι! Ακούς έκοψαν τον σιδερόδρομο και μας πήραν τον Δεσπότη!

Η τροφή μου ήτο τα άγρια οπωρικά των δένδρων και τα χόρτα και περνώντας τοιαύτην ζωήν ένα ολόκληρον μήνα έξαφνα από ένα λόφον του δάσους διέκρινα ξέμακρα μίαν πολύ μεγάλην πόλιν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον ποτισμένην από διάφορα ποτάμια και εβασίλευεν εκεί μία παντοτεινή άνοιξις.

Τότε διέκρινα μετά φρίκης, ότι αι χείρες του ήσαν καθημαγμέναι και κηλιδωμένον το ένδυμά του. Κρύος ιδρώς με περιέλουσεν! — Ω! Κιαμήλ έχυσες αίμα! — Όχι! είναι μόνον το αίμα του βρυκόλακα, του σκοτωμένου. — Και τίνος σκοτωμένου ήτον ο βρυκόλακας; ηρώτησα εγώ τρέμων καθ' όλα μου τα μέλη. — Αυτού που σκότωσε τον αδελφοποιτόν μου, απεκρίθη εκείνος.