United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε άρχισα να τραγουδώ και να χορεύω, και να βαστώ το ζώον εκείνο με ολιγώτερον κόπον.

Άρπαξα το γατί από το λαιμό, το ετίναξα εις την άλλη άκρη της κάμαρας και άρχισα να μιλώ δυνατά.

Ας σου πω κ' ένα άλλο: &Σου συφέρει& να σου τα φορτώνουμε όλα μας. Όσο σου τα φορτώνουμε, άλλο τόσο σαπίζουμε. Κ' η σαπίλλα μας είναι ζωή σου. Έτσι της μιλώ της Σκλαβιάς κάποτε μοναχός μου. Να με συχωρέσης λοιπό, φίλε, που πήγα να ξεχάσω την καλή σου τη συντροφιά. Ο ρωμαίικος αυτός αέρας τόφερε. Άρχισα να τονε μυρίζω πάλι.

Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φώτων. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι' αυτό άρχισα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν' ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!

Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο. — Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!... — Αφέντη, σε γυρεύουν, Σηκώθηκα και άνοιξα. — Ποιος; — Ένας κύριος και καλά θέλει να σε ιδή. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

Το νεογέννητο γαϊδουράκι καθότανε παραπονεμένο ακόμα δίπλα στη μάννα του. Πέρασα ένα μικρό μονοπάτι κ' έφθασα ως το δρομαλάκι. Έκαμα κάμποσα βήματα απάνω στο άσπρο, ξερό χώμα και προχώρησα λιγάκι χωρίς διάθεση. Η ερημιά κ' η ξεραΐλα μου κάμανε πλήξη. Σε λίγο άρχισα να βαρυέμαι και το βήμα μου σιγάσιγά γινότανε ολοένα πιο αργό και πιο απρόθυμο.

Θα λάβω και πηλόν, αν αυτή η κατάστασις διαρκέση περισσότερον, και θα ζυμώσω, και ας γείνουν και πήττες. Της Καρολίνας την εικόνα τρεις φορές την άρχισα και τις τρεις εντροπιάσθηκα. Τούτο με λυπεί τόσο μάλλον όσο προ ολίγου καιρού επετύγχανα πολύ εις την ομοιότητα. Έπειτα λοιπόν την εσκιαγράφησα, και τούτο ας μου αρκέση. 20 Ιουλίου. Πολλές φορές ως τώρα απεφάσισα να μη τη βλέπω τόσον συχνά.

Ω! πώς ποτέ δεν λησμονώ εκείνη την βραδηά, που 'πέταξα 'στης Βέρας μου να κάμω πατινάδα! εσκίρτα από έρωτα η νέα μου καρδιά, και με Σειρήνος άρχισα να κελαϊδώ γλυκάδα. πλην τίποτε, ούτε φωνή, ούτε της Βέρας φάσμα, κι' είδα την στέγην έρημον παντού και σκοτεινήν... ω! αν εξύπνα η Ρωσσίς μ' εκείνο μου το άσμα, θα έπιπτε λιπόθυμος από την ηδονήν.

Τόνα της συντροφιάς των παιδιών, τάλλο, της καμαρωμένης δασκαλικής μας. Τα παιδιά μού χωράτευαν ή και μού βλαστημούσανε ρωμαίικα, ο δάσκαλος με καθοδήγευε κορακίστικα. Έτσι και τα βιβλία του, σαν άρχισα και τα μισόνοιωθα. Η μακαρίτισσα με καμάρωνε σαν τα διάβαζα το βράδυ κοντά στο λυχνάρι.

Και τι θα πη τούτο; και τι θα πη εκείνο; Και γιατί και πώς καταστράφηκαν οι μικροπολίτες; Και να μην είταν από τις πολλές φωνές; Και γιατί και πώς κάθουνται στη μύτη του ξένου και δε βλέπουν παρά τη μύτη; Και τι σημαίνει το κάτω κάτω; Να σου πω την αλήθεια, ζαλίστηκα και μ' έπιασε φόβος, μπας και δε βγαίνει αμέσως το νόημα; Άρχισα πια κι ο ίδιος να το μελετώ.