United States or Cook Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


και προχωρούσε ολάρμενο κι αργό και σιγαλό κι ολόλευκο σαν την αυγή που ανέβαινε ολοένα και θέρμαινε και τη ζωή ξυπνούσε στο γιαλό, και τα κλειστά παράθυρα άνοιγαν ένα ένα. Καθόμαστε· σε κοίταξα, με κοίταξες αργά· το βλέμμα σου έφεγγε θαμπό σα σκοτεινό πετράδι. Μου φάνηκε πώς έτρεμε μη φύγη η αυγή γοργά και φτάση η μέρα σέρνοντας κοντά της το αχνό βράδυ.

Ολοένα το χιόνι κάτω αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό χυτό και ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτ' έπεφτε, ολοένα έπεφτ' απάνωθε· ολοένα κ' οι πολεμιστάδες οι τρανοί, χωμένοι μέσα στην αρμονική χιονιά, καλοπροφυλαγμένοι πίσω στ' απολέμητα ταμπούρια τους, εμάχονταν αγριεμένοι, τρομεροί, σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα χωρισμένοι, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα. .

καθώς περνούσε η αυγή των δώδεκα χρονών κι' ακούγαμε, θαρρείς, το χτύπο των φτερών του αρχαγγέλου που τα οδηγούσε στο ναότο φτιασίδι σου άσπρισε. Και την ψυχή σου την περόνιασε τέτοιο κρύο που την άκουσα να πέφτη και να περιμένη ένα θάνατο αργό και βουβό, καθώς πεθαίνουν μέσα στο χιόνι. Παρίσι, 1909. Το πρώτο φιλί που μου χάρισετο πήρανε τα χείλη του άλλου που θάρθη.

Στου χωριού τα σύγυρα, στα παρακήπια πέρα, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, και από της Θειά-Χρηστίτσας το φτωχικό ξωμάχι ξέμακρα, ανάπλαγα στο λόγκο τον πυκνό, στη ρίζα μιανής φράχτης· αργό κι ανάριο, πουπουλένιο, σπιθωτό αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να στρώση απάνωθέ της πλάκα μαρμαρόχυτη, λεφκή σαν την αγγελική καθάρια την ψυχούλα της, που σε μια νύχτα σκοτεινή ήρθε να ιδή τον κόσμο, και σε μια νύχτα πάλι σκοτεινή, δίχως να ιδή το φως ούτε στιγμή, τον άφησε·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να κρύψη, να ζεστάνη μες τους κόρφους του, θερμότερους απ του πατέρα της την άσπλαχνην αγκάλη, τ' αθώο παγωμένο μνηματάκι της μικρούλας της νεκρής·αριόπεφτε, αριόπεφτε τάλλο πρωί το χιόνι, να χώση μες τα τρίσβαθα τα Τάρταρα, αβλόγητον και αβάφτιστον αμαρτωλόν καρπό, της αμαρτίας της διπλής, πατέρα δυο φορές αμαρτωλού, που από της μαβρομάνας την κοιλιά και την αγκάλη το άρπαξε, για να το βάλη το άφταιγο μωρό συζώντανο στη σπλαχνική την παραμάνα όλων μας. .

Το νεογέννητο γαϊδουράκι καθότανε παραπονεμένο ακόμα δίπλα στη μάννα του. Πέρασα ένα μικρό μονοπάτι κ' έφθασα ως το δρομαλάκι. Έκαμα κάμποσα βήματα απάνω στο άσπρο, ξερό χώμα και προχώρησα λιγάκι χωρίς διάθεση. Η ερημιά κ' η ξεραΐλα μου κάμανε πλήξη. Σε λίγο άρχισα να βαρυέμαι και το βήμα μου σιγάσιγά γινότανε ολοένα πιο αργό και πιο απρόθυμο.

Και κόσμον είδανε πολύν, σιμάτο περιγιάλι Να μερμηγκιάζη ανήσυχος και μέσ' απώνα ξύλο, Όπου είχε αράξη βιαστικά, το Γέρο να προβάλη Με τ' απανωκαλύμμαυκο, με το ραβδίτο χέρι. Τα βάσανά του, η αγρυπνιαίς, τα χρόνια του, η νηστείαις, Το φοβερό το μυστικό, που εκράτει κλειδωμένο Βαθειά ς' τα φυλλοκάρδια του, τον είχανε συντρίψη Κ' είναι το πάτημά του αργό.

Ολοένα αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό και ήσυχο, τόρα χυτό κι ομαλό, βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό και ανεμισμένο έπεφτε· ολοένα έπεφτε το χιόνι απάνωθε, κι ολοένα τα παιδιά, χωμένα μέσα στην αρμονική χιονιά που εσκέπαζε τον κόσμον όλον ολοτρίγυρα, εμάχονταν, χωρισμένα σε δυο ανυπόταχτα στρατόπαιδα, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα.

Σα φτάσανε στην πόρτα του περιβολιού, ένας άνθρωπος ηλιοκαμμένος, με παλιά, μπαλωμένα ρούχα, με το περπάτημα το αργό και βαρύ των γεμιτζήδων, ζύγωσε διακριτικά την Παυλίνα, έβγαλε το σκούφο του και την αρώτησε σιγαλά, αν είναι αυτή η γυναίκα του δυστυχισμένου του Παύλου. Η Παυλίνα τον αποπήρε. — Τι θέλεις από μένα; του είπε.

ΦΟΡΤΙΜΠΡΑΣ Μ' αργό βήμα προχωρείτε. ΑΜΛΕΤΟΣ Κύριε, έχετε την καλοσύνην να μου ειπήτε τίνος είναι τούτος ο στρατός; ΛΟΧΑΓΟΣ Της Νορβηγίας, Κύριε. ΑΜΛΕΤΟΣ Και διά πού είναι κινημένος, παρακαλώ; ΛΟΧΑΓΟΣ Να προσβάλη ένα μέρος της Πολωνίας. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίος είναι ο αρχηγός, Κύριε; ΛΟΧΑΓΟΣ Ο ανεψιός του γέρου βασιλέως της Νορβηγίας, ο Φορ- τιμπράς.