Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Ξετινάζουν αποπάνω τους ό,τι πολιτισμό τους είχε δοσμένο η καινούρια πατρίδα τους, και χυμίζουνε σαν πρώτα αγριεμένοι, αχόρταγοι, λυσσαγμένοι. Ως τα πρόθυρα της Πρωτεύουσας αποκότησαν κ' ήρθανε. Βγαίνει τότες ο Ρουφίνος, ανταμώνει τον Αλαρίχο, και πασκίζει με κάθε τρόπο να τον καθησυχάση.
Ως μήτε την αδερφική του συμπάθεια προς την Ολυμπιάδα δεν την άφησαν ανεξήγητη, καθώς πάλε την ασκητική του ζωή μέσα στο μοναχικό του κελλί την αποδίνανε σ' ερωτικά ξεφαντώματα! Αρματώθηκαν αγριεμένοι κ' οι δεκατρείς εκείνοι Επίσκοποι, που ο βλογημένος ατός του τους κατηγόρησε και τους έκρινε σαν κατέβηκε στη Μικρασία δίχως μήτε δικαστικό τύπο να φυλάξη.
— Αδερφάκι μου, Ζανουλάκη! Έπαρέ με μαζί σου να λείψη το κρίμα, έπαρέ με και φέρε με στον καλό μου! Δεν μπόρεσε άλλο να πη. Και λόγια να είχε δε θα πρόφταινε. Σαν καπλάνια χυθήκανε καταπάνω της οι αγριεμένοι οι στρατιώτες.
Ολοένα το χιόνι κάτω αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό χυτό και ήσυχο, και τόρα ομαλό βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό κι ανεμισμένο έπεφτ' έπεφτε, ολοένα έπεφτ' απάνωθε· ολοένα κ' οι πολεμιστάδες οι τρανοί, χωμένοι μέσα στην αρμονική χιονιά, καλοπροφυλαγμένοι πίσω στ' απολέμητα ταμπούρια τους, εμάχονταν αγριεμένοι, τρομεροί, σε δυο ανυπόταχτα στρατόπεδα χωρισμένοι, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα. .
Κ' ήθελε όλα να τ' αλλάξη με το παράδειγμά του, με τα φερσίματα του και με τα λόγια του. Μα τα λόγια και τα φερσίματά του ήταν τόσο ξαφνικά που ετρόμαζαν τους χωριάτες· τους ξυπνούσαν την υποψία. Καθώς ήταν ριζωμένοι στις συνήθειες τους, έστεκαν αντίκρυ του ανήσυχοι κι αγριεμένοι. Ο Τσαϊπάς ούτε το φανταζότανε· μα και να το φανταζότανε λίγο τον έμελλε.
Δεν έπειθε με τούτα ο Φιλητάς τους Μεθυμνιώτες· μόνε αυτοί, αφού χυμίξανε με θυμό, τραβούσανε πάλι το Δάφνη κ' ηθέλανε να τόνε δέσουν. Τότες οι χωριάτες αγριεμένοι πηδούνε καταπάνω τους σαν ψαρώνια ή καλιακούδες· και στη στιγμή τους παίρνουν το Δάφνη, που κι αυτός πάλευε πια, και χτυπώντας τους με ξύλα γλήγορα τους εστρώσανε στο κυνήγι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν