United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έβγαλε λοιπόν και τους ναύτες από το στόλο να πανηγυρίσουν κι αυτοί, και πήγε και κόνεψε στο βασιλικό παλάτι. Στην απελπισία του απάνω ο Γελιμέρος έστειλε και φώναξε έναν άλλο του στρατό που έλειπε τότε στη Σαρδινία, κ' ήρθανε μαζί με κάμποσους άλλους βαρβάρουςμε σκοπό αυτοί να μαζέψουνε λάφυρα. Τους αντάμωσε κι αυτούς ο Βελισάριος στο Τρικάμαρο και τους τσάκισε.

Σύνωρα τώρα θέλω να ιδώ την κλέφτρα του θησαυρού μας. Κ' ευθύς προστάζω νανοιχθούν οι σιδερόπορτες της φυλακής, να πάω ατός μου μέσα. Έβαλε μια φωνή κ' ήρθανε μέσα οι πιστοί του βασιλιά, αμέσως δίνει προσταγή να τον ακολουθήσουν, της φυλακής τις πόρτες να του ανοίξουνε. Τότε ο πρώτος απ' τους πιστούς στάθηκε κ' είπε: — Άκουσε, αφέντη βασιλιά. Του θησαυρού σου η κλέφτρα μήνες έρρεψε στη φυλακή.

— Ω! καλά, είπε ο Αγαθούλης, δεν υπάρχει λοιπόν άλλος ευτυχής από μένα, όταν θα ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Είναι πάντα καλό να ελπίζη κανείς, είπε ο Μαρτίνος. Ωστόσο οι μέρες, οι μήνες περνούσανε. Ο Κακαμπός δεν ερχότανε καθόλου κι' ο Αγαθούλης ήτανε τόσο βυθισμένος στη λύπη του, που ούτε καν συλλογίστηκε, πως η Πακέττα κι' ο αδερφός Γαρουφάλης δεν ήρθανε να τον ευχαριστήσουνε.

Και μόνο σαν ήρθανε στην Ήλιδα οι ΒισιΓότθοι ξαναντάμωσαν το Στηλίχωνα, ξαναγυρισμένο από την Ιταλία. Τους έζωσε κάπου, σιμά στο όρος της Φολόης, μα αντίς να τους χτυπήση, τους ξανάφησε και πήραν το δρόμο τους, και μεταγύρισε στην Ιταλία. Λίγο κατόπι ξαναφυτρώνει ο Αλαρίχος στη Νέα Ρώμη, και διορίζεται τέλος πάντων Πρωτοστράτηγος του Ιλλυρικού.

Ό,τι δεν ειπώθηκε κ' είτανε μεγαλήτερο από ό,τι δίνει πάντα η ζωή, αυτό κοιμάται στην ψυχή μου και μου δίνει τον κυρίαρχο τόνο της ζωής, που δίχως του δε θα μπορούσα να την υποφέρω. Αυτές οι μέρες, που ήρθανε τώρα, σβήσανε κάθε ανησυχία, κάθε δισταγμό και δυσπιστία μέσα μου.

Ο Αριστόδημος αναγκάστηκε ν' αναβάλη την εκδίκηση του για το βράδυ. — Το βράδυ στο τραπέζι θα είνε καλήτερασκέφτηκε κ' ησύχασε. Μόλις όμως άρχιζε το Ησαΐα χόρευε, μπήκε χαρούμενος ο Κουτρουμπής και του σφύριξε στ' αυτί: — Ήρθανε. — Ποιος; — Ο Περαχώρας κι ο άλλος· οι σοφοί. .. — Αλήθεια! φώναξε, πηδώντας όξω από την πόρτα.

Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.

Την ώρα, που φεύγανε από το τραπέζι, φτάσανε στο ίδιο ξενοδοχείο έξι γαληνότατες υψηλότητες, που είχανε χάσει ομοίως τα κράτη τους εξ αιτίας του πολέμου και που ήρθανε να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία. Αλλ' ο Αγαθούλης δεν τους πρόσεξε καθόλου: ήτανε ολότελα απασχολημένος να πάη νάβρη την αγαπημένη του Κυνεγόνδη στην Κωνσταντινούπολη. &Ταξίδι του Αγαθούλη στην Κωσταντινούπολη.&

Και στη μοναξιά της, όλο λογάριαζε πώς θα λαμποκοπάη στα χρυσά της μαλλιά ο μικρός ήλιος, κορώνα της ομορφιάς της. Τίποτε άλλο δε λογάριαζε. Η καρδιά του Παύλου και τα συλλογικά του ήτανε δικά της και τα κρατούσε στα χέρια της. Ένα περίμενε μόνο, το διαμάντι. Μήνες ήρθανε απάνω στους μήνες κι' ο Παύλος δεν εφάνηκε. Πέρασε το καλοκαίρι, ήρθε κι' ο χειμώνας και τίποτε. Η Παυλίνα έσκαζε από μέσα της.

Πέρασε πολλή ώρα όσο ναλλάξουμε τη θέση μας, μα όταν το κάναμε σηκώθηκε η Έλσα κι άναψε όλα τα φώτα, σα να είχαμε γιορτή. Έπειτα φώναξε τα παιδιά μέσα κι όλα ήρθανε σιωπηλά και ξαφνισμένα και δε χρειαζόμαστε να τους εξηγήσουμε τίποτε.