United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. — «Ανθρώπους και κτήνηεψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.

Ο καθαυτό λόγος είναι που θέλω να σου την αφιερώσω αυτή την Ιστορία. Κι αυτός ο λόγος πάλε στηλώνεται σε μερικούς άλλους, κι ορίστε δυο. Ένας λόγος, που σου αξίζει, ας είναι και τέτοιο φτωχικό αφιέρωμα· σου αξίζει, γιατί μας πέταξες την μπόμπα της Αλήθειας στη μέση. Ξέσπασε, ανάλαμψε, διασκορπίστηκε, χτύπησε, τσάκισε, χάλασε. Φόβο να χαλάση τίποτα βαριότιμο δεν είχε.

« Αν αρχινήσω και σας 'πω » Ταις μάχαις πώχω κάμει » Τι θε να 'πήτε;» — » ω, . . κ' εγώ » Αν θα σας 'πω, παιδιά μου » Το πώς μου 'τσάκισε ο Αλή » Πασσάς τα κόκκαλά μου, » Φώναξε ο Δράκος, · θα χυθούν. » Τα δάκρυα σας ποτάμι.» « Βελεστινέ · μου!

Ο Καπετάν-Πεφάνης, σαν τσάκισε κανένα δυο γολέττες κι' άλλα τόσα μπρίκια, τσάκισε κι' αυτός στο τέλος, πρίστηκαν τα πόδια του, πέρασε από την Επιτροπή, είδαν κ' οι γιατροί τα χάλια του και τον λυπήθηκανπήρε τη σύνταξί του. Κι' από καπετάνιος έγινε καφετζής στον ανεμόμυλο.

Και πήγε στάθηκε σιμά και μες τη μέση μ' άχτι τις χτύπησε, ριζώνοντας τα σκέλια που η ρηξά του να κάνει θρήνος, και τους διο τους τσάκισε ρεζέδες. Μέσα απ' το βάρος έπεσε η πέτρα, και τριγύρω βούηξε η πόρτα δυνατά· κι' οι σύρτες δεν αντέχουν, 460 Μον σπάει η ξυλική άλλη αλλού με την ορμή της πέτρας.

ΠΑΡΘΕΝΙΣ. Ο στρατιώτης ο Αιτωλός εκείνος ο αψηλός, ο αγαπητικός της Κροκάλης, μ' εκτύπησε, γιατί μ' ευρήκε στης αγαπητικιάς του, όπου με είχε πάει με πληρωμή να παίξω ο Γόργος ο αντεραστής του. Αυτός μούσπασε τους αυλούς. Ενώ διεσκέδαζαν και εγώ έπαιζα, ώρμησε μέσα ο Αιτωλός, μου άρπαξε τους αυλούς και τους τσάκισε, αναποδογύρισε το τραπέζι και έχυσε το κρασί.

Έβγαλε λοιπόν και τους ναύτες από το στόλο να πανηγυρίσουν κι αυτοί, και πήγε και κόνεψε στο βασιλικό παλάτι. Στην απελπισία του απάνω ο Γελιμέρος έστειλε και φώναξε έναν άλλο του στρατό που έλειπε τότε στη Σαρδινία, κ' ήρθανε μαζί με κάμποσους άλλους βαρβάρουςμε σκοπό αυτοί να μαζέψουνε λάφυρα. Τους αντάμωσε κι αυτούς ο Βελισάριος στο Τρικάμαρο και τους τσάκισε.

Να ιδούμε πώς θα τελειώση όλη αυτή η ιστορία. Στο παλάτι δυνατή κρατάει τους ευνούχους ταραχή. Τα ξημερώματα γίνηκε καθώς λένε άγριος τσακωμός του Καίσαρα με την Ευνίκη. Όλα τα χαλκώματα που τώστειλε τ' αρχαία δώρο από τη Ραβέννα του Μαξιμιανού η κόρη, του τα τσάκισε και ούτε ένα στη συλλογή δεν του αφήκε. . . ΕΚΑΤΟΝΤ. Σωστός μαλλιογδαρμός με άλλα λόγια. . .

Κάηκε σαν τον είδε εκεί, κι' έρηξε εφτύς της Ήρας λοξή ματιά και τρομερό της μίλησε ένα λόγο «Άσφαλτα ο δόλος σου, άπιστη, τον Έχτορα απ' τη μάχη μούπαψε εκεί ο κακόβουλος και τσάκισε τους Τρώες. 15 Δεν ξέρω αλήθια αν πρώτη εσύ δεν πρέπει να πλερώσεις τα μπλέκουδά σου με βεργιές και ναν τους δεις τη γλύκα.

Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.