United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' είδε η θεά οχ τον Έλυμπο, η χρυσοθρόνα η Ήρα, απ' τ' ακροβούνι πούστεκε, και να! ξανοίγει κάτου τον αδερφό κι' αντράδερφο, στη δοξοδότρα μάχη 155 που πηγαινόρχουνταν γοργός και χάρηκε η καρδιά της· κι' είδε το Δία στην κορφή της ρεματούσας Ίδας ψηλά ψηλά που κάθουνταν, και μισητός της ήρθε.

Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, ως μέσα η κάθε λέξη σου στα σωθικά μου μπήκε· 645 μα πάει η ψυχή μου απ' το θυμό να σπάσει, όταν στο νου μου μούρθουν εκείνα, ως αφτός με ποδοκύλησε, έτσι σαν κάνα ασήμαντο ραγιά σ' όλους μπροστά τ' ασκέρι. Μα σύρτε τώρα πέστε του πως όχι! δε σαλέβω.

Κι' ένα σωρό έφαγε ο γοργός γιος του Οϊλέα ο Αίας, 520 τι αφτός δεν είχε τέρι του σαν έπαιρνε κυνήγι στρατούς στον κάμπο, πούσπασαν όταν τα σκιάζει ο Δίας.

Τότες τ' απάντησε ο γοργός γιος του Πηλιά και τούπε «Τι ήρθες, αδρέφι μου, κι' εδώ τους πόθους της καρδιάς σου μου παραγγέλνεις; Έννια σου, όπως ζητάς κι' ορίζεις, 95 τα πάντα θα βολέψω εγώ και σ' όλα θα σ' ακούσω. Μόνε κοντά μου ζύγωσε... Αχ έλα αγκαλιασμένοι μια στάλα να χορτάσουμε φαρμακερό καν κλάμαΣαν έτσι τούπε, κι' άπλωσε τα χέρια δίχως όμως να πιάσει.

Τότες, σαν έβγαινε ο γοργός στον πόλεμο Αχιλέας, ποτές τους δεν ξεμύτιζαν όξω απ' το κάστρο οι Τρώες, τι τ' Αχιλέα τότρεμαν τ' αβάσταχτο κοντάρι· 790 τώρα απ' τη χώρα πολεμάν αλάργα, εδώ στα πλοίαΈτσι είπε, και τους άναψε τη λύσσα και το πάθος.

Τότες πηδώντας κατά γης ο γέρος οχ τ' αμάξι, άφισε το Νιδιό όξω κει, που πρόσμενε βαστώντας 470 τα ζαμουλάρια κι' αλόγακι' ολόϊσα ατός του κάνει για την καλύβα όπου ο γοργός καθότανε Αχιλέας.

Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος, και πάει και του απιθώνει στα χέρια το φλουρί, κι' αφτός χαρούμενος το πήρε. Κατόπι βάζει μια χοντρή ατογιομάτη σφαίρα, 826 που πριν την έρηχνε ο Αητιός, αφέντης αντριωμένος· μα σαν τον έσφαξε ο γοργός γιος του Πηλιά, την πήρε κι' εκεί την έφερε έπειτα με τ' άλλο πράμα αντάμα.

Κι' εκεί είταν ξένος ο γοργός Τυδέας, κι' οι Θηβαίοι πολλοί κι' αφτός μονάχος του, μα πάλι δε φοβούνταν, παρά τους αντροκάλεσε στα χέρια, κι' έναν ένα όλους τους νίκησε έφκολα, τι τόσο τον βοηθούσε 350 του Δία η κόρη, η Αθηνά.

Τότες απάντησε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Πώς θες να σύρω αφού οι οχτροί μού πήραν τ' άρματα μου; Η μάννα πριν δεν ήθελε ν' αρματωθώ για μάχη εδώ πριν έρθει και ξανά τα μάτια μου τη δούνε. 190 Τι μούταξε απ' τον Ήφαιστο λαμπρά άρματα να φέρειΤότε η γοργόποδη Ίριδα του λέει κι' αφτή διο λόγια 195 «Ναί, αφτό το ξέρουμε κι' εμείς, τα όπλα πως σ' τα πήραν.

Ρύαξ, γοργός, κατέβαινεν Από κρημνώδους βράχου, Μετά μεγάλου φλοισβισμού, Ροής πολυταράχου, Και κάτω, κάτω έπιπτε Με μέγαν πλαταγμόν. Πέραν δ' αυτού, εις φύλλωμα Μηλέας κυρτοκλάδου, Οι λιγυροί ηκούοντο Λυγμοί καλλικελάδου Τρυγόνος, ήτις έχυνε Ρεμβώδη στεναγμόν. Μακράν που, τάπης, χλοερός Ως σμάραγδος ηπλούτο. Εκεί, όπου τ' ολόγυμνον, Βουνόν εταπεινούτο, Και όπου βράχοι μέγιστοι Υψούντο γηραιοί.