United States or Algeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου· Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης 515 Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δύναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· 520 Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης. Μ Υ θ Ο Σ Ζ.

Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, και, αφούτην ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 και αφού χαρήκαν το φαγί, τότεεκείνους είπε ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώτην πόλι. 505 κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 ή αμέσωςτην μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγωΚαι ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης θα σού 'λεγαάλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 «Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοιτον αιώνα». Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 «Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».

Πώς, πες μου, βάσταξες εδώ ναρθείς στα πλοία μόνος μπροστά σ' εκείνον που πολλά παιδιά σου κι' αντριωμένα 520 σούχει σφαγμένα; Σίδερο πρέπει η καρδιά σου νάναι. Τώρα έλα κάτσε στο θρονί. Και πικραμένοι ή όχι, άσ' τες τις πίκρες τώρα εκεί κι' ας καιν μες στην καρδιά μας, γιατί όφελος μην καρτεράς από παγώστρα κλάψα.

Τότε ο λεβέντης Έχτορας γυρίζει και του κάνει 520 «Πάρη, κακό δε θα σου πει κανείς με δίκια γνώμη, να θε σε δει στον πόλεμο, γιατί είσαι παλικάρι. Μα αφίνεις μόνος και δε θες.

Κι' ένα σωρό έφαγε ο γοργός γιος του Οϊλέα ο Αίας, 520 τι αφτός δεν είχε τέρι του σαν έπαιρνε κυνήγι στρατούς στον κάμπο, πούσπασαν όταν τα σκιάζει ο Δίας.

Στον Κομματά με μάνιομα ακράτιγο απολνιέται· 520 Το μυτερό κοντάρι του στον οφαλό του χόνει· Και με βρισιαίς και χλευασμούς ακόμα τον μαλόνει· Πλατιά πληγή του άνοιξε στην απαλή κοιλιά του, Και έρρεψαν αμπουριαστά στο χώμα τ' άντερά του. Βλέπει ο Προσφάης, να σέρνεται με τα κουτζά του σκέλη 525

Μα αφτός και δίνει εφτύς πολλά, κι' απέ έταξε πολλά άλλα, κι' άντρες τους πρώτους διάλεξε μες στο στρατό και στέλνει 520 να σου προσπέσουν, που κι' εσύ τους έχεις κάλια απ' όλους και που μη θες ο λόγος τους να ντροπιαστεί κι' οι κόποι· πριν όμως το πως θύμωσες δεν έχει κατηγόρια.