United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από μονοκόμματον δε ξύλον ας αφιερώνη έκαστος ό,τι θέλει, και από μάρμαρον επίσης εις τα κοινά προσκυνήματα. Ύφασμα δε όχι περισσότερον από όσον υφαίνει μία γυνή εις ένα μήνα. Τα δε λευκά χρώματα και εις άλλα μέρη αρμόζουν διά τους θεούς και προ πάντων εις τα υφάσματα.

Το κορίτσι νοικοκυρεύει το σπίτι και την αυλή, πλένει, υφαίνει, λευκαίνει το πανί. Τη χωριάτισσα πότε τη βλέπεις στον αργαλειό, πότε στο ληνό με γυμνά ποδάρια να πατά σταφύλια, πότε μ' ανασκουμπωμένα μανίκια, σκυμένη, να ζυμώνει ψωμί στη σκάφη, κ' έπειτα να το βάζει στο φούρνο, στην αυλή, πότε ν' αρμέγει την αγελάδα, πότε να γνέθει. Άλλοτε πάλι συνδαυλίζει τη φωτιά και κοιτάζει τη χύτρα.

Αλλά να λέγωμεν ότι η ψυχή οργίζεται είναι το αυτό ως να λέγωμεν, ότι η ψυχή υφαίνει ή οικοδομεί• διό ορθότερον ίσως είναι να μη λέγωμεν ότι η ψυχή ελεεί, ή μανθάνει ή διανοείται, αλλ' ότι ο άνθρωπος ποιεί ταύτα διά της ψυχής• και ταύτα χωρίς να νομίζωμεν ότι η κίνησις είναι εν τη ψυχή, αλλά ότι έρχεται άλλοτε μεν μέχρις αυτής, άλλοτε δε απ' αυτής.

Μη οι θνητοί απέβαλον την συνείδησιν της ιεράς οφειλής, και ελησμόνησαν τα προς τους θεούς νόμιμα; Η χλόη κατεκάλυψε τους ιερούς ουδούς, και η αράχνη υφαίνει τους ιστούς αυτής επί των σεπτών φλιών. Ιώθη το φάσγανον του θύτου, έρημα αναθημάτων απέμειναν τα περιζώματα, εξέλιπον τα εναγίσματα και αι σπονδαί, υστέρησαν οι δαδούχοι και αι κανηφόροι.

Κι όπου απαντήση ριζιμιό κι όπου εύρη χαραμάδα, Γενειάζει εκεί βαθειά βαθειά κ' υφαίνει τον πλοκό του Αδιάβατη γεροβολιά, πυκνή κ' αιώνια φράχτη Για κείνους που συνείθισαν να παρασυνορίζουν. σ.224 Ριζιμιό , πέτρα ερριζωμένη, κατ' αντίθεσιν προς το » πέτρα πλεούμενη. » Χαραμάδα τα σκίσματα εν γένει. Γενειάζει επί φυτών, όταν βάλλωσι τας πρώτας οιονεί τριχοειδείς ρίζας.