United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν επιτρέπει να φλυαρούν προς το δικαστήριον και να επισκοτίζουν την αλήθειαν με τους λόγους, αλλά πρέπει οι Αρεοπαγίται να βλέπουν γυμνά τα πράγματα.

Τα λεπτοφυή της πόδια, γυμνά και λευκά ως ο άργυρος, κατοπτρίζονται εις τον μαρμάρινον μαύρον καθρέπτην που ήταν από κάτω της. Τα μαλλιά της, που είχε ξεπλέξει επιστρέφουσα από τον χορόν, τα μαλλιά εις ιούλους με υακινθίνας αντανακλάσεις, που ακτινοβολούν επάνω της απειρία αδαμάντων, περιειλίσσοντο πέριξ μιας κεφαλής κλασσικής καλλονής.

« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.

Βρέφη γυμνά, πεινώντα, και αδύνατα, η μήτηρ σας πρώτη θερμώς σας ενέδυσε, και με το γάλα της σας έθρεψε, και εις τας αγκάλας της σας περιέθαλψε, και διά των φιλοστόργων φροντίδων της την αδυναμίαν σας επροστάτευσεν.

Αλλ' οι Πλαταιείς ευρισκόμενοι εις το χείλος της τάφρου, ηδύναντο εις το σκότος να τους διακρίνουν καλλίτερα και τους ετόξευον και τους ηκόντιζαν εις τα γυμνά μέρη του σώματος, ενώ ο εχθρός θαμβούμενος από τα φώτα δεν ηδύνατο να τους διακρίνη μέσα εις το σκότος.

Αι δε σάρκες Β. | πίπτουσαι εκ των ριζών αυτών αφίνουσι τα νεύρα γυμνά και πλήρη άλμης, εμπίπτουσαι δε πάλιν εις το ρεύμα του αίματος, πολλαπλασιάζουσι τα ειρημένα νοσήματα.

Χα... χα... χα!... Το σπίτι μας είνε πολύ κεντρικό, το λούζει ο μαρτιάτικος ήλιος από το πρωί ως το βράδι, το ζώνουν ψηλά γυμνά δέντρα, που τόρα μόλις βλαστάνουν και είνε μια χαρά στα μακριά γυμνά κλαδιά τους κρεμασμένα τα πρώτα φυλλαράκια, σαν διάφανοι κόμποι πράσινου ατμού. Είνε κάποια γιορτή σήμερα κ' η αγορά είνε γεμάτη από καπότα. Τι ωραία χρώματα, Θεέ μου, μ' αυτές τις καπότες.

Αυτός έστεκεν εις υψηλόν θρόνον καμωμένον εις μορφήν Δράκου, εγκοσμημένον με πολύτιμες πέτρες, και είχεν ολόγυρα του θρόνου του πολλούς φύλακας με τα σπαθιά γυμνά εις τα χέρια· ο οποίος βλέποντάς τον Καλάφ έστειλεν ένα του φύλακα διά να τον εξετάξη το τι είνε ο ερχομός του εκεί.

Τα άσπρα περιστέρια γουργούριζαν, με τα κοραλλένια πόδια τους να ακουμπούν στο υπέρθυρο της μικρής πόρτας, κάτω από μια κληματίδα που σχημάτιζε μια χρυσή γιρλάντα πάνω από το σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό η τοκογλύφος έγνεθε, με τα μικρά, γυμνά της πόδια μέσα στις κεντητές παντόφλες και τη μαντίλα διπλωμένη στο κεφάλι.

Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα· κ' εμείς ας τόνε φέρωμε, πριν καλοξημερώση, με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω, κ' εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια, όλες μαζί ας αρχίσωμε το λιγερό τραγούδι.