Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Έλεγε ένα ναυτικό τραγούδι, που το είχε μάθει από τα παιδιά στο νησί. Τραγουδεί λαρά, τραλαλαρά, λαρά και θωρεί το μνήμα του στη θάλασσα βαθιά. Μας είδε άξαφνα, σώπασε κ' είπε πως δε θέλει να τραγουδή, όταν τον ακούει ο μπαμπάς. Παρατήρησα πως στο βιβλίο αυτό μιλώ σχεδόν μονάχα πώς περνούσαμε τα καλοκαίρια μας. Ο λόγος είναι μόνο γιατί το καλοκαίρι είχαμε ζωηρότερο το αίστημα πως ζούμε.

Όλα τα δίκηα δικά σου είνε. Μη φοβάσαι Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν και μας. Θα δούνε το δίκηο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ' αφήσωμε να χαθής. Χαμογέλασε. — Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι' αυτούς είνε ο κόσμος... Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του. — Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε. Και δεν ξαναείπε λέξι.

« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.

Ο γέροφιλόσοφος ένοιωσε τότε τα γέρικα στήθια του να πλημμυρούνε από ένα κατάλευκο φως. Κι' αναστέναξε. Ο αναστεναγμός του δεν ακούσθηκε. Ένα αηδόνι, που τραγουδούσε μέσα στα κλαδιά του κυπαρισσιού, βουβάθηκε κι' αυτό. Το αλαφρό φλοίσβημα του νερού έσβυσε γλυκά στις όχθες της λίμνης. Το μακρυνό παράπονο του κούκου σώπασε. Όλους τους ήπιε το φως του φεγγαριού.

Και έριξε στον άρρωστο ένα ασημένιο νόμισμα. Τότε άρχισε ένας συναγωνισμός ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα στον καταδικασμένο να πεθάνει σύντομα. Τα νομίσματα έπεφταν βροχή πάνω στο δισάκι του έτσι που ο σύντροφος του ΄Εφις κιτρίνισε από το κακό του και η φωνή του έτρεμε από ζήλια. Το μεσημέρι αρνήθηκε να φάει, έπειτα σώπασε και φάνηκε να μελετάει κάτι σκοτεινό.

Αχ! και πώς να μην το συλλογιστώ αμέσως; Ενενήντα δυο χρονώ γέρος. Εκείνος θα πεθάνη! Ήρθε η ώρα του. Ήρθε! ήρθε. Και πάει ο γέρος. Είδες πώς χωράτεβε, πώς έπαιζε κάτω στο τραπέζι μαζί μας; Ο Χάρος πίσω του στεκότανε και στραβοκοίταζε. Θα παλαίψη ο γέρος· είναι σαν το σίδερο. Μα τι θέλεις πια; Σώπασε το καρδιοχτύπι. Τι; Έγινε κιόλας; Να που ξαναρχίζει. Τι καρδιοχτύπι τρομερό!

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ ... Είναι ημέρα πένθους, που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Σώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Όταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε, εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθή, λυπάται.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω Δία, τι πράμα που μας έδινες: γυναίκες. ΧΟΡΟΣ Τρισάθλιο, σαν τους άντρες που τους διαγουμίζουν. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Και πάλι κακομελετάς μπρος στ’ αγάλματα; ΧΟΡΟΣ Απ’ τη μικροψυχιά τη γλώσσ’ αρπάζει ο φόβος. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αν σ’ το ζητούσα, μια ελαφρή μου ’κανες χάρη; ΧΟΡΟΣ Λέγε την το πιο γρήγορο και θα δω τότε. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Καϋμένη σώπασε, τους φίλους μην τρομάζης.

Η χρυσές κλωστές ξέβαψαν, αλλά όχι και η χρυσή τρίχα των μαλλιών σου». Η Ιζόλδη έρριξε μακρυά το μεγάλο σπαθί και πήρε στα χέρια τον επενδύτη του Τριστάνου. Είδε τη χρυσή τρίχα και σώπασε ώρα πολλή. Έπειτα φίλησε τον πληγωμένο στα χείλη, για σημείο ειρήνης, και του φόρεσε τα πλούσια ρούχα του.

Και ξέρεις γιατί ήθελα να χωριστώ από σένα; Ναι, γιατί το γνώριζα καλά πως θα γινότανε μια μέρα και γι' αυτό ήθελα να γίνη καλήτερα όσο είσουνα νέος και δυνατός και μπορούσες να με ξεχάσης σε λίγο και να γίνης ευτυχισμένος με μιαν άλλη. Σώπασε μια στιγμή και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα. Έπειτα ξακολούθησε κ' η φωνή της είτανε ξανανιωμένη. — Ύστερα ήρθε ο μικρός Σβεν, Γιώργο, κι αλλάξαν όλα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν