United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο λαιμό του, κρεμότανε από μια χρυσή αλυσσιδίτσα ένα κουδουνάκι, που τόσο χαρωπά, καθαρά, και γλυκά χτυπούσε, ώστε ακούγοντάς το, η καρδιά του Τριστάνου μαλάκωσε, εγλυκάθη, κι' ο πόνος του έλυωσε. Δε θυμώτανε πεια καμμιά από της πίκρες και της δυστυχίες που είχε υποφέρει για τη Βασίλισσα.

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!

Έλαμψε ο ουρανός. Κι' ενώ το καράβι των Νορβηγών έφευγε μακρυά, ήρεμα και γελαστά τα κύματα έφεραν τη βάρκα του Τριστάνου στην άμμο της παραλίας. Με μεγάλη προσπάθεια, ανέβηκε στους γκρεμούς και είδε, πέρα από μια έρημη και βαθειά σαν κοιλάδα έκτασι, ένα δάσος απέραντο.

Η Ιζόλδη τον ακολούθησε με το μάτι κι' όσο μπορούσε να τον κυττάζη μακρυά, δεν εγύρισε καθόλου το πρόσωπό της. Με την είδησι του συμβιβασμού, μεγάλοι και μικροί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν αθρόοι έξω από την πόλι να υποδεχτούν την Ιζόλδη. Καταλυπημένοι για την ιστορία του Τριστάνου, χαιρέτιζαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιστροφή της Βασίλισσας. Η καμπάνες χτυπούσαν.

Είχε κεφάλι πελωρίου φειδιού, μάτια κόκκινα σαν κάρβουνα αναμμένα, κέρατα στο κούτελο, αυτιά μακρυά και τριχωτά, νύχια λέοντα, ουρά ερπετού, και το σώμα του ήταν λεπιδωτό. Ο Τριστάνος έρριξε κατά πάνω του το άτι με τέτοια δύναμι, ώστε κείνο, με της τρίχες ολόρθες από τον τρόμο, ώρμησε μολαταύτα κατά του τέρατος. Το κοντάρι του Τριστάνου χτυπάει απάνου στα χοντρά λέπια και γίνεται κομμάτια.

Είχε το μειονέκτημα να μην αποδίδη παρά το λιγώτερο αρχαίο από τα ποιήματα του Τριστάνου, εκείνο οπού το παληό βαρβαρικό στοιχείο είχεν εντελώς αφομοιωθή με το πνεύμα και τα έργα της ιπποτικής Αγγλογαλλικής κοινωνίας. Ο κ.

Τα δάχτυλά της τόσο πολύ είχαν αδυνατίσει που μόλις κρατούσε απάνω το δαχτυλίδι. Κοιμώντανε έτσι, σφιχτά αγκαλιασμένοι με το ένα χέρι του Τριστάνου περασμένο στο λαιμό της φίλης του, το άλλο ριγμένο στ' ωραίο της σώμα. Αλλά τα χείλη τους δεν άγγιζαν καθόλου. Ούτε ένα φύσημα αύρας, ούτε ένα φύλλο να τρέμη.

«Βασίλισσα, είπε, το χρυσάφι είναι καλό» και βγάζοντας το δαχτυλίδι του Τριστάνου, τώβαλε δίπλα. «Κυττάχτε, Βασίλισσα: το χρυσάφι αυτής της πόρπης είναι πολυτιμότερο, κι' όμως κι' αυτού του δαχτυλιδιού το χρυσάφι την έχει την αξία του...» Όταν η Ιζόλδη ανεγνώρισε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, τρεμούλιασε η καρδιά της κι' άλλαξε το χρώμα της, — φόβος την έκοψε τι θάκουγε.

Σηκώνεται, πηδάει, φτάνει στο κρεββάτι του. Αλλοίμονο, κατά το πέρασμα, το αίμα χύθηκε άφθονο από την πληγή, στη φαρίνα. Να, ο Βασιληάς, οι βαρώνοι, και ο νάνος που κρατεί ένα φως. Ο Τριστάνος και η Ιζόλδη έκαμαν πώς κοιμούνται. Είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιο με τον Περινίς που κοιμώτανε στα πόδια του Τριστάνου και έμενεν ακίνητος.

Η ωραία ιστορία της χρυσής τρίχας δεν ήτανε παρά ένα ψέμμα... Και λοιπόν θα την παρέδινε σε άλλον... Αλλά ο Βασιληάς έβαλε το δεξί χέρι της Ιζόλδης στο δεξί χέρι του Τριστάνου. Και ο Τριστάνος το εκράτησε ως σημείο ότι εξ ονόματος του Βασιληά της Κορνουάλλης την έπαιρνε στην κατοχή του.