United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε τέτοια βράση απάνω, σε τέτοια κατάσταση κοινής γνώμης, ποιόνα στέλνει ο Αρκάδιος να σταματήση του Τριβιγίλδου το κίνημα; Το Γαϊνά! Έστειλε, είναι αλήθεια, και κάποιο Λέοντα μαζί του, μα το ίδιο σα να μην τον έστελνε, τέτοιος ανωφέλευτος είταν. Έπαιζαν είδος κυνηγώματα οι τρεις τους. Ο Τριβιγίλδος ξέφευγε από το Λέοντα, κι ο Γαϊνάς από τον Τριβιγίλδο.

Εάν εγκωμιάζη λ. χ. σκύλλον και είπη ότι είνε μεγαλείτερος αλώπεκος ή γάτου, νομίζεις ότι ο τοιούτος επαινεί όπως πρέπει; Βεβαίως όχι• αλλ' ούτε εάν τον παρομοιάση προς λύκον θα είνε ο έπαινος αρκετός και πρέπων. Πώς λοιπόν πρέπει να επαινεθή; Εάν λεχθή ότι ομοιάζει προς λέοντα και κατά το μέγεθος και κατά την δύναμιν.

Μπορούσε όμως να βγη και σε χερότερο η ανετοιμασιά εκείνη του Λέοντα. Στο παλάτι του μέσα αξιοσημείωτο πρόσωπο άλλο δε βρίσκουμε παρά τον περίφημο αρχιγιατρό του τον Ιάκωβο, που αν κ' Εθνικός, δηλαδή κατά το νόμο αποκλεισμένος από πολιτικά αξιώματα, χαίρουνταν όμως μεγάλα προνόμια, κ' είταν πολύ αγαπημένος του Λέοντα.

Ο δε Ανδροκλής, αναγνωρίζων τον ευγνώμονα της Αφρικής φίλον του, αφόβως εναγκαλίζεται αυτόν, και διηγείται εις τους εκπεπληγμένους θεατάς τα μεταξύ αυτού και του λέοντος εν τω σπηλαίω της Αφρικής διατρέξαντα. Οι Ρωμαίοι, συμμερισθέντες τότε την ευσπλαγχνίαν του ευγνώμονος θηρίου, εχάρισαν εις τον Ανδροκλήν την ζωήν, ομού δε με αυτήν τω εχάρισαν και τον φίλον του λέοντα.

Εψήφισαν λοιπόν να μεταβή ο Πείσανδρος μετ' άλλων δέκα προς τον Τισσαφέρνην και τον Αλκιβιάδην, διά να συννενοηθή μετ' αυτών περί των ληπτέων μέτρων· συγχρόνως δε, επειδή ο Πείσανδρος κατηγόρησε τον Φρύνιχον, αφήρεσαν απ' αυτού και από του συνάρχοντος Σκιρωνίδου την στρατηγίαν και έστειλαν αντ' αυτών ως στρατηγούς των πλοίων τον Διομέδοντα και τον Λέοντα.

Μα δε θα σπούσε ο Έχτορας κι' οι αλογάδες Τρώες 290 τότες ακόμα το πορτί και το μακρύ το σύρτη, να μη θε στείλει στους οχτρούς απάνου τότε ο Δίας, σα μες σε βόδια λέοντα, το Σαρπηδό το γιο του.

Τον είχανε φερμένο στην Πρωτεύουσα όμηρο από τότες που οι Οστρογότθοι συθηκολογήσανε με το Λέοντα . Τους δέκα χρόνους που έμεινε στην Πόλη, έκαμε η αυλή ό,τι μπόρεσε να τον αναθρέψη και να τον πολιτίση. Ως και Πατρίκιο τον τιτλοφόρησαν, και νύφη βασιλική τούταξαν.

Κύριε! εκλαυθμύριζεν, ο πατήρ μου δεν υπάρχει πλέον υπερασπίσου μας! τίποτε κακόν δεν επράξαμεν προς τον Βεζύρην διά να μας σφάξη ούτως· η μήτηρ μου ομοίως δεν έπραξε κακόν· είμεθα πτωχά παιδιά και παραδιδόμεθα εις χείρας σου· μεσίτευσον προς τον Βεζύρην διά την ζωήν μας, ίσως έχεις και του λόγου σου μητέρα και παιδιά...» Ο γλυκύς τόνος της Βασιλικής η αγγελική καλλονή της το εύκαμπτον ανάστημά της κατεπράυνον τον άγριον λέοντα, όστις την ήκουεν.

Αλλά και οι Λακεδαιμόνιοι έπεμψαν ταχέως πρέσβεις προς τους Αθηναίους εκείνους τους οποίους ενόμιζαν ότι ήσαν εις αυτούς ευνοϊκοί, ήτοι τον Φιλοχαρίδαν, τον Λέοντα και τον Ένδιον, φοβηθέντες μήπως οι Αθηναίοι εν τη οργή των συμμαχήσουν με τους Αργείους, και συγχρόνως θέλοντες να ζητήσουν την Πύλον αντί του Πανάκτου, και να δικαιολογήσουν την μετά των Βοιωτών συμμαχίαν των παριστώντες αυτήν ως αβλαβή διά τους Αθηναίους.

Η Ευρύκλεια της απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Δεν είδα εγώ, δεν έμαθα· το βόγγημά των μόνον 40 άκουσα ως εφονεύονταντα βάθη των θαλάμων κατάκλεισταις, περίφοβαις, καθόμασθε η γυναίκες, ως ότου από το μέγαρο μ' εκάλεσεν ο υιός σου, κ' εστάλη απ' τον πατέρα του να με καλέση εκείνος. και ορθόντην μέση των νεκρών των σκοτωμένων ηύρα 45. τον Οδυσσέα· γύρω τουτον πάτο ξαπλωμένοι κείτονταν κείνοι επανωτοί· και θα τον εχαιρόσουν να τον ιδής, ως λέοντα, κατάμαυροντο αίμα. τώρατην θύρα της αυλής σωρός είν' όλοι εκείνοι, και αυτός λαμπρό πυρ άναψε και όλο το δώμα ωραίο 50 θειαφίζει· και τώρ' έστειλεν εμέ να σε καλέσω· αλλ' ακολούθησέ μ' ευθύς, να μην αργήτε, οι δύο, αφού τόσο στενάξετε, να λάβετε' ευφροσύνη ο πόθος κείνος ο μακρύς το τέλος ηύρε πλέον και αυτός εις την εστία του ζωντανός ήλθε κ' ηύρε 55 ζωντανήν σε και το παιδί· και τους μνηστήραις όλους.