Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Είχε ο Τιμάσιος φερμένο στην Πόλη κάποιο Σύριο που άλλοτες πουλούσε λουκάνικα — Βάργο τονέ λέγανε — μα που κατάφερε τώρα να λάβη κι αυτός αξίωμα στο στρατό. Μαθαίνει ο Ευτρόπιος πως ο Βάργος είτανε διωγμένος από την Πόλη εξαιτίας κάποιας παρανομίας του, τον πιάνει, και φοβερίζοντας τον πως θα τονέ μαρτυρήση, τον κάμνει ο πονηρός Ευνούχος και κατηγορεί τον Τιμάσιο πως έχει στο νου του συνωμοσία!
Άλειψε τη φάτσα του μ' ένα υγρό καμωμένο από μαγικό βότανο, φερμένο από τον τόπο του, κι' αμέσως το χρώμα κ' η όψι του προσώπου του άλλαξαν τόσο αλλόκοτα που κανείς στον κόσμο δε θα μπορούσε να τον αναγνωρίση. Έκοψε ένα κλαδί καρυδιάς, το έφτιασε ρόπαλο, και το κρέμασε στο λαιμό του. Κ' έτσι, ξυπόλητος, τράβηξε γραμμή στο παλάτι.
Τον είχανε φερμένο στην Πρωτεύουσα όμηρο από τότες που οι Οστρογότθοι συθηκολογήσανε με το Λέοντα . Τους δέκα χρόνους που έμεινε στην Πόλη, έκαμε η αυλή ό,τι μπόρεσε να τον αναθρέψη και να τον πολιτίση. Ως και Πατρίκιο τον τιτλοφόρησαν, και νύφη βασιλική τούταξαν.
Ο πρώτος διορίστηκε μετά το θάνατο του Κωσταντίου · χρέη του είτανε να επιστατή όλα της Πρωτεύουσας, να φροντίζη τους Δήμους της, την ησυχία, συντεχνίες, λουτρά, νερά, σιτερά, προμήθειες. Ερχούμαστε τώρα στο Μεγάλο Θαλαμηπόλο, τον Πραιπόσιτο των Κουβικουλαρίων αξίωμα φερμένο από την Ασία.
Πώς στο ακρογιάλι ένα κύμα μονάχο απ τα μάκρη φερμένο φουσκωτό, ορμά να ρίξη σύντριμμα το βράχο κι έξαφνα σβήνει μ' έναν κούφιο αχό, έτσι κι ο νέος σταμάτησε γυρνώντας κατά το πλήθος θλιβερή ματιά: «Δεν ανασαίνει», ρώτησε βογκώντας, «στα στήθη κανενός γερή καρδιά; Σας την έχει η σκλαβιά τόσο αρρωστήσει, κάθε αναφτέρωμα έλειψε από σας; Τα σίδερα, λαέ, έχεις συνηθίσει, τη λεημοσύνη μόνο λαχταράς;
Μακάρι να μη μας την κάμη ξένος αυτή τη χάρη! Αλλού, αλλού ας κοιτάξουμε, αλλού ας κρυφοπετούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχοντικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάη Σκολειό. Πρόβαλε κ' η μάννα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ' η μια μήτ' η άλλη.
Σύστημα κι αυτό φερμένο από τη Ρώμη, μα πούπιασε νέες ρίζες στη νέα τη Ρώμη, κι αγαπήθηκε τόσο που κατήντησαν οι αγώνες του Εθνικό Πανηγύρι. Σαν έτρεχαν εκεί με τάρματα, το κάθε άρμα παράσταινε και μια μερίδα, και μάλιστα τους Κυανούς και τους Πράσινους, που θα τους ανταμώσουμε αργότερα. Όταν παράβγαιναν οι αντίπαλοι στο Ιπποδρόμιο, όλη η Πόλη είταν ανάστατη.
Και τι φυσικώτερο πράμα, αφού είχε κι ο Στηλίχωνας τους σκοπούς του και δεν πήγαινε μήτ' αυτός παρακάτω στην πονηριά. Μα και το στρατό της Ανατολής τον κράταε αυτός ακόμα στη Δύση, που τον είχε εκεί φερμένο ο Θεοδόσιος καθώς είδαμε. Δεν αργήσανε λοιπό ναρθούνε στα μαχαίρια οι δυο αυτοί αρχηγοί. Στο μεταξύ ως τόσο έπαθε απερίμενο πάθημα ο Ρουφίνος.
Δεν τον ακούει ο αφέντης του, τον έχει αφωρεσμένον, Και στέλνει ασκέρια αμέτρητα που τον βαστούν κλεισμένον Και θέλει το κεφάλι του φερμένο 'ς το σιντόνι, Στέλνει πασάδες τον Χουρσήτ με τον Ομέρ Βρυώνη. Κι' ο Αλή-Πασάς τόσο καιρό δεν δίνει τα κλειδιά του Κλεισμένος μέσ' 'ς το κάστρο του 'σάν λύκος 'ςτή φωλιά του.
Θα κατεβή η Πεντάμορφη, 'ςτό κάστρο θα σε πάρη, Κι' ό,τι γυρέψης, θα το ιδής φερμένο 'ςτήν ποδιά σου. Χτυπάει εκείνος τ' άλογο και χάνεται 'ςτόν κάμπο. Σαράντα είχε η Πεντάμορφη, σαράντα ακέρηα αδέρφια, Σαράντα καββαλλάριδες, σαράντα παλληκάρια, Που όταν κινούσαν, έτρεμαν βουνά μαζύ και κάμποι. Κάποιο κυνήγι έναν καιρό ξανοίξανε μεγάλο, Και μέσ' ςτο κάστρο επλάκωσαν χιλιάδες βασιληάδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν