United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙ ΔΥΟ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ Εχθρός μας είν', αυθέντα μου! ΜΑΚΒΕΘ Κ' εχθρός 'δικός μου είναι! Τόσον εχθρός, που όσον ζη και όσον αναπνέει, κάθε στιγμή του μαχαιριάτα σωθικά μου είναι! Από το πρόσωπον της γης 'μπορούσα να τον 'βγάλωτο φανερόν, και νόμος μου να ήν' η θέλησίς μου. Πλην δεν συμφέρει, επειδή κάποιοι 'δικοί του φίλοι, είναι και φίλοι μου.

Νεκρός εκεί ο βασιλεύς, με καταπλουμισμένο το ασημένιο δέρμα του απ' το χρυσό του αίμα, κ' αι ανοικταί του αι πληγαί μ' εφαίνοντο να ήσαν, είσοδοι τόσαι της φθοράς, της φύσεως χαλάστραι! — Κ' εκεί οι δολοφόνοι του, 'ς το χρώμα βουτημένοι του φόνου, — τα μαχαίρια των αιματοτυλιγμένα... Ποίος εκεί την δύναμιν να κρατηθή θα είχε, καρδιάν αν είχε ν' αγαπά, κ' εις την καρδιάν την τόλμην να δείξη την αγάπην του;

Και σαν τάθαψα τακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετράδια, και κατρακύλισα απάνω απάνω κ' ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ' ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμμένα μάτια, μου κ' έφυγα κατά τα βουνά. Παρακαλούσα ν' ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσωΕδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρια. Δεν μπόρεσε να πάη εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν' ακούμε.

Είναι ο ραγιάς, ο δούλος, ο δεμένος, ο άμαχος, ανάμεσα του Τσερκέζου και του Κοζάκου, κοπάδι για τα χέρια και για τα μαχαίρια δυο μακελλάρηδων.

Κύτταξε πώς ο ήλιος Χρυσόνει τα πανιά των· Κύτταξε πώς το πέλαγος Από σπαθιών ακτίνας Τρέμον αστράπτει. Από τας πρύμνας χύνεται Γεμίζων τον αέρα Κρότος μυρίων κυμβάλων, Και μέσα από τον θόρυβον Ψάλματα εκβαίνουν· «Στάζουσι τα μαχαίρια μας, «Από το αίμα ακάθαρτον «Των χριστιανών· πριν πήξη, «Ελάτε, ελάτε εις νέον «Αίμα ας τα πλύνωμεν.

Μίαν ώραν μακράν από εδώ, υψηλότερα επάνω εις το βουνό έμενεν ο πάππος του· αυτός του ελεπτούργει τα κομψά σπιτάκια του και εκεί εις το δωμάτιον του γέρου ήτο ένα μεγαλύτερο ντουλάπι γεμάτο με τέτοιου είδους λεπτουργημένα αντικείμενα· καρυοθραύσται, μαχαίρια, κουτάλια, κουτιά, που είχαν μέσα φυλλώματα με αιγάγρους πηδώσας, άφθονα-άφθονα ήσαν εκεί μέσα· δηλαδή περιεχόμενον, που ήτο ίσα-ίσα η χαρά των παιδικών οφθαλμών.

Όλοι εκεί μέσα ήσαν λησταί και η Μάρω εκοιμάτο ακόμη. . . Και ο Γιάννος υπό τοιούτων σκέψεων καταληφθείς ήρχισε να κραυγάζη μ' όλην την δύναμιν των πνευμόνων του: Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια για του Γιάννου το κεφάλι· Μάρω μου!. . . . . . Αλλ' η Μάρω δεν ήκουε.

ΒΑΚΧΙΣ. Τι λες; δεν ζη πια μαζή σου, αλλ' έμπλεξε πάλι μ' εκείνην που έγεινε αφορμή νάρθη στα μαχαίρια με τους γονείς του; Γι' αυτήν δεν ηθέλησε να πάρη εκείνην την πλουσίαν που είχε, ως έλεγαν, προίκα πέντε τάλαντα. Θυμάμαι που μου τάλεγες.

Ενόησεν ότι όλα ήσαν έτοιμα, ότι η κρίσιμος ώρα εσήμανε κ' επανέλαβεν εντονώτερον τας φωνάς του: — Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια, για του Γιάννου το κεφάλι. Μάρω μου!. . . . . . . Αίφνης η πλησίον θύρα του πύργου ηνοίχθη. Η Μάρω ήκουσεν ήδη τας φωνάς του και πηδήσασα έντρομος της κλίνης της έδραμε προς αυτόν. — Τι έχεις, Γιάννο μου; — Να φύγωμε!

Άπλωναν και τα βρώμια τσάβαλά τους στο προάβλιο, καθελογήτικα κουρέλια που εδίπλωναν τ' αρρωστημένα μέλη τους, να μην τους τρώνε τα σκουλήκια από ζωντανούς. Ο Βλαχογιώργος εφώναξε πέντε έξη άντρες απόξω από τη φρουρά και άρχισε την επιθεώρηση. Έπιαναν τα παλιόσκουτα από σωρό σε σωρό οι φαντάροι και τανακάτωναν. Τα ετίναζαν πέρα δώθε, τα εξετύλιγαν μην είχαν μαχαίρια διπλωμένα μέσα.