United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νεκρός εκεί ο βασιλεύς, με καταπλουμισμένο το ασημένιο δέρμα του απ' το χρυσό του αίμα, κ' αι ανοικταί του αι πληγαί μ' εφαίνοντο να ήσαν, είσοδοι τόσαι της φθοράς, της φύσεως χαλάστραι! — Κ' εκεί οι δολοφόνοι του, 'ς το χρώμα βουτημένοι του φόνου, — τα μαχαίρια των αιματοτυλιγμένα... Ποίος εκεί την δύναμιν να κρατηθή θα είχε, καρδιάν αν είχε ν' αγαπά, κ' εις την καρδιάν την τόλμην να δείξη την αγάπην του;

Όσο όμως και να κρατηθή άνθρωπος από το φόβο να μην πέση στης εθνικής φιλοτιμίας τα δίκτυα, δεν μπορεί και να μην το στοχαστή πως το στοιχείο που απ' όλα πιώτερο έθρεψε την ιερή εκείνη φλόγα είταν το στοιχείο το Ελληνικό. Ως κ' η γη που πρωτόλαμψε αυτή η φλόγα είταν ελληνισμένη γη, καθώς είδαμε.

Ο παληόκοσμος όμως δεν κρατείται· η Μπέλλα τα έμαθε όλα και η ευτυχία, την οποίαν της είχε φέρη το λαμπρόν συνοικέσιον, ωσάν να εσκιάσθη κατά τι . . . Και ούτε ημπόρεσε να κρατηθή ένα πρωί, που έτυχε μόνη με τον αδελφόν της, του τα είπε όλα και τον εμάλωσε με παράπονο.. Ο Αντωνέλλος κατεκοκκίνησε, και της είπε όσον εμπορούσε πιο θυμωμένα.

Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να μαθαίνη το τι ακολουθεί.

Λευκή το πρόσωπον, λευκή την περιβολήν, λευκή και την καλύπτραν, υπό την οποίαν εξηνεμίζοντο ξέπλεγα τα μαλλιά της, μόνον το πρόσωπόν της ήτο εκτάκτως και θαμβητικώς λευκότατον, ο αθέρας του λευκού. Εις την ψυχήν του ο ιερεύς ησθάνθη χαράν και αγαλλίασιν ενεκλάλητον. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ώρμησε να την εναγκαλισθή κράζων περιπαθώς: — Κουκκίτσα μου! Κουκκίτσα μου!

ΡΕΓ. Του πταίουν τα γηράματα· μολονότι δα ποτέ του δεν ήξευρε να κρατηθή. ΓΟΝΕΡ. Και εις τα καλά του ο θυμός τον εκυρίευε· ώστε πρέπει να το πάρωμεν απόφασιν, ότι θα υποφέρωμεν τώρα όχι μόνον τα φυσικά του ελαττώματα, αλλά κοντά εις αυτά και την ανησυχίαν και την παραξενιάν οπού φέρνουν μαζί των τα αρρωστημένα και χολιασμένα γηράματα.

Η μεταξύ του συζύγου και της καπνοσύριγγός του σιωπηλή σκηνή, ήτο ωσάν μία αποκάλυψις δι' αυτήν, αποκάλυψις θεία· ωσάν την στιγμήν εκείνην να επότισαν την διψασμένην, την ξηράν καρδίαν της με νάμα δροσοβόλον, ουρανόσταλτον . . . Έβλεπεν, έβλεπε και μόλις ετόλμα ν' αναπνεύση. Ήθελε τώρα να ορμήση, ήθελε να φωνάξη, αλλ' έσχε την δύναμιν να κρατηθή.

Έπειτα, ω μακάριε άνθρωπε, μήπως επείσθης από εκείνα που είπε προ ολίγου ο Σωκράτης; και δεν ηξεύρεις ότι συμβαίνει όλως διόλου το εναντίον από ό,τι έλεγε; Διότι αυτός, εάν εγώ επαινέσω εμπρός του κανένα άλλον ή θεόν ή άνθρωπον και όχι αυτόν, δεν θα κρατηθή να με καταχειρίση. — Τι είν' αυτά πάλιν; είπεν ο Σωκράτης.

Οι Γάλλοι εκτύπησαν γερά και της πέτρες. Εκτύπησαν τους βράχους και έκοψαν τον δρόμον του Σιμπλόν, ένα δρόμον, που αν εγώ 'πώ εις ένα παιδί τριών χρόνων: — Πήγαινε κάτω 'στην Ιταλία, κράτησε μόνον γραμμή το δρόμο! το παιδί θα φθάση χωρίς να λαθέψη εις την Ιταλίαν, αρκεί να κρατηθή γραμμή επάνω εις τον δρόμο!

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου. — Τι λες; 'Σε καλό σου, μάνα· εγώ, που δεν έχω πάρει ευχή, κάνει ν' ανάψω το κανδήλι; Την στιγμήν εκείνην, καθώς είπε «πιάστηκε το χεράκι μου», επανήλθε πρώτην φοράν εις τον νουν της γραίας το όνειρον της Αμέρσας. Δεν ηδυνήθη να κρατηθή, και έπνιξεν εις τα στήθη της βαθύν λυγμόν. — Τι έχεις, μάνα; Και η λεχώ επήδησε κάτω από την χαμηλήν κλίνην.