United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φρύγανα από το βουνό φέρνουν τα παιδιά. Τις αγελάδες του χωριού και τ' άλογα τα παίρνουνε δυο τρία παλληκάρια πρωί πρωί και τα βόσκουν. Πλανιώνται όλη μέρα τα ζώα στα λιβάδια, κι ακούς τα κουδουνίσματα τους στη σιγαλιά. Το βράδι τα γυρίζουν στο χωριό οι αγελαραίοι, κοπαδιαστά. Βοσκοί στο βουνό βόσκουν τα γιδοπρόβατα.

Στέλνονται σφραγισμένα γράμματα, και οι δύο συμμαθηταί μου, οπού τους έχω πίστιν όσην να έχω δύναμαιοχιαίς φαρμακωμέναις, φέρνουν την εντολήν και αυτοί τον δρόμον πρώτοι θα μου δείξουν να φθάσωτην κακοτροπίαν.

Είπε, και ζητωκράβγασαν οι Τρώες, και ξεζέβουν 542 οχ το ζυγό όλα τ' άλογα δρωμένα, και τα δένουν με τα λουριά ο καθένας τους στ' αμάξι του από δίπλα. Έπειτα πλούσια πρόβατα απ' το καστρί και βόδια 545 φέρνουν αμέσως, και ψωμί κρασί απ' τα σπιτικά τους, και παν μαζέβουν στα λογγά όσα μπορούσαν ξύλα.

Αλλά, από τα ίδια μέρη, και δικοί μας φεύγουνε στην ξενιτιά για να μαζέψουν τους θησαυρούς του Κροίσου, που θα τους βρούνε τάχα εκεί, σκορπισμένους στους δρόμους. Τη θέση λοιπόν των δικών μας πάλε οι Σλάβοι τη παίρνουν, για οι Εβραίοι, γιατί και τούτοι αγοράζουνε μεγάλα τσιφλίκια και φέρνουν Σλάβους χωριάτες να τους τα οργώσουν.

Κοριτσάκι μου, εσύ που προβαίνεις στο παράθυρό σου, αντίκρυ στην κάμερή μου, και με κοιτάζεις κι απορείς και δεν ξέρεις γιατί άξαφνα σηκώνουμαι και περπατώ, άξαφνα κάθουμαι και γράφω, γιατί ξεσκίζω κάθε τόσο μια κόλλα χαρτί και ξαναρχίζω, γιατί κάποτε χαμογελώ και κάποτε πάλε στέκουμαι ώρες και συλλογιούμαι, κοριτσάκι μου εσύ, να σου πω τα ιστορικά μου· δυο πράματα σιχαίνουμαι στον κόσμο, δυο είναι που μου φέρνουν αηδία, να ταξιδέβω και να γράφω.

ΡΕΓ. Του πταίουν τα γηράματα· μολονότι δα ποτέ του δεν ήξευρε να κρατηθή. ΓΟΝΕΡ. Και εις τα καλά του ο θυμός τον εκυρίευε· ώστε πρέπει να το πάρωμεν απόφασιν, ότι θα υποφέρωμεν τώρα όχι μόνον τα φυσικά του ελαττώματα, αλλά κοντά εις αυτά και την ανησυχίαν και την παραξενιάν οπού φέρνουν μαζί των τα αρρωστημένα και χολιασμένα γηράματα.

Εμάς μονάχα να μας επιθεωρείς, να μας παίρνεις στρατιώτες, να μας ζητάς φόρους και να μας βοηθείς, αν μπορείς, να βρίσκουμε κεφάλαια για μεγάλες επιχείρησες. Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σχολειό.

Κι όλον το κόσμο αρώτησε, κ' όλος ο κόσμος του είπε: Να φάη τα Μήλα τα Χρυσά να ξαναγειάνη πάλι. Χτυπούν τ' αδέρφια τάλογα και χάνονται 'ςτόν κάμπο. Φέρνουν τα Μήλα τα Χρυσά. Τα παίρνει ο παντρεμμένος Καββαλλακεύει τάλογο και γέρνει 'ςτήν καλή του. Μήνες μονάχα επέρασαν.

Νάξερες πως κ' η κάκοψη Πως κι' η τραχιά της φλούδα Γίνεται μέσ' 'ςτά χέρια μου Η πλιο απαλή σαρκίδα. Νάξερες ώμορφο βουνό Τι ενθύμησες μου φέρνουν Τ' απάτητα τα βάθητα Της μαύρης λαγκαδιάς σου. Νάξερες πως η άβυσσο Και το τρανό της χάο Λησμονημένα και παληά Κρυφά μου αποσκεπάζουν. Νάξερες ώμορφο βουνό Τι κελαϊδεί 'ς' εμένα. Της βρύσης σου το γάργαρο Και δροσερό νεράκι.

Το φέρνουν από δω, απ' εκεί, μπαίνουν στη Μονή, γδαίνουν τη Χάρη της, δεν άφηκαν από σκεύος κι ανάθημα, φορτόνουνται τις καπότες τους και ξεκλέβουνται, απάνω που γιοματίζαμε.