United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άδειαν να πουλήσω εις τα χωρία την πραγματείαν μου. Εκεί Αράπης οπλοφόρος πλησιάζει τον Αγάν με την χείρα επί του στήθους και την κεφαλήν προς το έδαφος. ― Αγά μου, λέγει, ο νέος αυτός φορεί υποδήματα φραγκικά και θα είναι κατάσκοπος. Και δεικνύει διά της μαύρης χειρός του τους πόδας μου. Εστράφησαν προς αυτούς οι οφθαλμοί όλοι και τα ιδικά μου συγχρόνως βλέμματα.

ΧΟΡΟΣ Ναι, μα του θεού η δύναμη ακόμη ’ν πιο τρανή° πολλές φορές τον τέλεια απελπισμένο, κι όταν παν’ απ’ τα μάτια του τα σύγνεφα κρέμουνται μαύρης συμφοράς, αναστηλώνει. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δουλειά ’ναι των αντρών αυτό, για να προσφέρουν σφαχτά θυσίες εις τους θεούς, σαν βράζει η μάχη° δική σου, να σωπαίνεις και να μένης σπίτι.

Μα το μεγαλήτερο ίσως καλό του Βυζαντίου είναι η εμπορική του τοποθεσία. Όλο το εμπόριο της Μαύρης Θάλασσας στα χέρια του είταν από τότες, αφού κάθε πλεούμενο που πηγαινοερχότανε με πραμάτεια, από το Βόσπορο έπρεπε να περάση, και στο Βυζάντιο κόνεβε. Μα και δικό του εμπόριο είχε με τους ντόπιους της Θράκης, και μάλιστ' από τη ψαρική του.

Τότε ενόησα διατί η προσήλωσίς του. Η επί του τοίχου του δωματίου μας εικών ήτο πιστή παράστασις του παρεκκλησίου εκείνου. Εκατέρωθεν της θύρας του ήσαν ζωγραφισμένοι διά μαύρης βαφής δύο μεγάλοι σταυροί, υπό έκαστον σταυρόν δύο οστά χιαστί, υπό τα οστά κρανίον, υπό δε το κρανίον τα αυτά κεφαλαία γράμματα, Ν αριστερόθεν και Μ δεξιόθεν.

Δεν υπήρχε κύμα του θρακικού πελάγους και των κόλπων της Χαλκιδικής, δεν υπήρχε κύμα εξωσμένον εκ της Μαύρης Θαλάσσης και της Προποντίδος, διωγμένον από τους κόλπους και διυλισμένον διά των πορθμών, αποπτυσμένον από τους αφρούς του πελάγους και εξερευγμένον από τα αβόλιστα βάθη του πόντου, τα κάτωθεν του πολιού, καταπληκτικού Άθωνος, το οποίον να μην ήρχετο να φιλήση τα κράσπεδα του αμαυρού τιτανείου βράχου.

Ήτο τεσσαρακονταετής περίπου την ηλικίαν, έπαιζον δε γοργοί κ' ευκίνητοι οι μαύροι οφθαλμοί του εν αρμονία προς την ηλιοκαυμένην όψιν του και την μαύρην στιλβηδόνα της μαύρης κόμης του. Η χροιά και του προσώπου και των χειρών του ωμοίαζε προς το βαθύχρουν δέρμα κήτους.

Ήτο αρά γε αύτη η ζώσα Ροβένα; ήτο πράγματι αύτη; η ξανθή και κυανόφθαλμος Ροβένα; Αλλά διατί, ναι, διατί ν' αμφιβάλλω περί τούτου; το στόμα, το οποίον ακόμη συνέσφιγγεν η νεκρική ταινία, πώς ήτο δυνατόν να μη ήτο το στόμα της; και αι παρειαί της, ναι, ήσαν ακριβώς αι ρόδιναι παρειαί της· και ο πώγων με τους λακκίσκους; Αλλ' είχε λοιπόν το ανάστημά της αναπτυχθή κατά την διάρκειαν της νόσου της; Επί τη σκέψει ταύτη κατεκυριεύθην πάραυτα υπό απεριγράπτου παραφοράς, και δι' ενός πηδήματος ευρέθην έμπροσθεν της, εκείνη όμως ωπισθοχώρησε, μόλις την επλησίασα, και αποκαλύψασα την κεφαλήν της από του σαβάνου αφήκε να καταπέση ατάκτως μακρά και άφθονος κόμη, κόμη μελανωτέρα της ως το πτέρωμα του κόρακος μαύρης του μεσονυκτίου ώρας.

Μόνον ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του.

Παρετήρησεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Και αληθώς είδον και οι δύο από του παραθύρου να διέρχηται ο κράξας απέξω πρότερον: «άιντε Μπάρμπα Σταύρομε υποδήματα μεγάλα, με σουρτούκο μακρύ αμπαδένιο, με κασκέτο εκ δέρματος προβατίνας μαύρης, ακατεργάστου, ως μαλαχτάρι, και με ένα μάλλινον με πρασινοκόκκινα λωρία μανδήλι ως ζωνάριον περί τον λαιμόν, κρατών εις την κόκκινην εκ του ψύχους χείρα του βαρύ και μακρύ κοντάριον, και βυθιζόμενος εις την μαλακήν χιόνα βήμα προς βήμα, ήτις έτριζε πενθίμως υπό τα βαρέα υποδήματά του κατακαθίζουσα.

Νά, ταις έλεγεν ο ιερεύς, ο γηραλέος και σεβάσμιος, δεικνύων δια της μαύρης χονδρής ράβδου του τα γαμήλια στέφανα της Θωμαής, άτινα ήσαν ανηρτημένα υψηλά από καρφιού, παρά την εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής, συνδεδεμένα διά μεταξωτού λευκού μανδηλίου.