United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μας έζωσε η μπόρα στενά στενά ολόγυρα, μας έδερνε το νεροπόντι αλύπητα, μας έσπρωχνε ο άνεμος, μας φλώμοναν τα μάτια η αναλαμπές των αστραπών όπ' έσχιζαν τα σύγνεφα από χίλιες μεριές κι οπού γιόμοζαν τον αέρα με τη βαριά μυρουδιά της θιάφης, και μας ξεκώφεναν οι βρόντοι και τα ρεκάσματα κ' οι βρουχισμοί του ανήμερου αστραποπέλεκα, που πήδαε φλογερός και θανατοφόρος από κορφοβούνι σε κορφοβούνι κι από λογγιά σε λογγιά, κυνηγώντας τον Πειρασμό.

Πήγε πάλε στο παράθυρο και κύτταξε κάτω με πολλή θλίψη. Ο ήλιος βασίλευε στο αντικρυνό διάσελο. Μαύρα σύγνεφα κρέμονταν μπροστά του κ' έρριχαν στο μετόχι μαύρους ίσκιους, σα μεγάλες νυχτερίδες. Ο βραδυνός αέρας ερχόταν από τα χιονισμένα βουνά κρύος. Ανατρίχιασε κ' έκαμε να κλείση το παράθυρο. Μα την ίδια στιγμή αγνάντεψε πέρα δυο ίσκιους. Τους γνώρισε αμέσως.

Μα σιγάσιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα της πατρίδας μου.

Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα.

Μαύρα σύγνεφα από κοράκια πετούσαν ψηλά στον μολυβένιο ουρανό πότε όλα συμμαζωχτά και πότε αραιωμένα, πότε ανεβαίνοντας τα ψήλου, τα ψήλου, ίσα που μόλις φαίνονταν σα μαύρες κοκκίδες, πότε χαμηλόνοντας ίσα με τις κορυφές των δέντρων μ' ένα λυπηρό, πένθιμο κρα!.... κρα!.... Κι όσο τραβούσαμε μπροστά, τόσο η κοκκινίλα, η χρυσοπλημμύρα μας χτυπούσε κατάμματα, τόσο κάτι σα στενοχώρια, σαν αποκαμομάρα, σαν πένθος, σα θλίψη πλάκονε την καρδιά μας, τα στήθη μας, τη ψυχή μας.

Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Ο ήλιος εβασίλεψε· σκοτείδιασε, νυχτώνει. Το κέντημά της τώμορφο απαρατάει η κόρη, Και κατεβαίνει στο γιαλό κι' ακαρτεράειτην άκρη. Μαυρολογάνε τα βουνά, και σύγνεφα μεγάλα Σκεπάζουνε 'ςτόν ουρανό ταστέρια πέρα πέρα, Φυσομανάει το πέλαγο, τα κύματα βογγούνε, Κι' όταν τα νέφια αστράφτουνε, δείχνουν κορφαίς αφράταις Και δεν γροικιέται πουθενά ταγαπημένου η βάρκα.

Όλα τανακύλαγαν κ' εσήκωναν σύγνεφα πυκνά το βρώμιον κορνιαχτό ανάγυρα, που ετίκλωνε ολούθε μέσα στο προάβλιο, έκρυβε τους φαντάρους, εκαθόταν στα πηλήκια και στα αστραφτερά κομπιά τους, άσπριζε τα μουστάκια και τα φρύδια τους κ' εφάνταζαν καταπασπαλημένοι μυλωνάδες. Ο Βλαχογιώργος έψαχε και αφτός. Ανάδεβε ολούθε. Ψάχοντας από σωρό σε σωρό, ξεμακρύθηκε από τους φαντάρους του.

Το χέρι οπού τα πέπλα Των ουρανών κατέστρωσεν, Από σύγνεφα ολόχρυσα Εκβαίνει, και σου δείχνει Ανδρείους ανθρώπους. Πετάεις εσύ κ' επάνω τους Σκορπίζεις φύλλα αμάραντα· Τέρπουν αυτά τους ζώντας, Και τους γενναίως θανόντας Τέρπουν ακόμα. Αι, πώς υπό την πτέρυγα Ταχείαν του Νότου ή τ' Έβρου, Πολλά βλέπεις να σκήπτωσι Τ' ανήσυχα της λίμνης 'Ψηλά καλάμια!

Μα εσάς, Βοριά και Ζέφυρε, σας κράζει ο Αχιλέας να τρέξτε γοργοσίφουνοισφαχτά σας τάζει αν τρέξτεκαι να φτερώστε τη φωτιά, όπου βαλμένος στέκει 210 ο Πάτροκλος που οι Δαναοί κλαιν όλοι το χαμό τουΕίπε και φέβγει. Τότε οι διο σηκώθηκαν ανέμοι μ' αχούς και κρότους, κι' έσπρωχναν τα σύγνεφα μπροστά τους.