United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο αδύνατο πλάσμα. Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή.

Αυτοί 'ςτή βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτού Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κι' έν ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Έπειτα τον περνάει από την Αλησμονιά, ένα λειβάδι που είνε δασοφυτρωμένο το λησμοβότανο: Άμα περάση και από εκεί ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του. Για τούτο και ο ναύκληρος τόρα όσο και αν επάσχιζε, τίποτα δεν έκανε.

Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας, ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της, Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε• «Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285 των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα, δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι• κ' εμείς δεν πάμετους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».

Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο καπετάνιος μας. Η θάλασσα παμπόνηρη εγνώριζε, νομίζεις, την αξία του κ' επάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ως που να τον αρπάξη στα φτερά της. Μια τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε ώστε να τον κάμη πασπάλη. Εφιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του γραμματικού κ' έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα εκατεβαίναμε στην Πόλη.

Εκεί, εις μίαν στιγμήν, καθώς &αβαράριζεν& αδεξίως ο Νίκος, η φελούκα περιεπλάκη εις συστάδα λιμναίων χόρτων υψηλών, σχεδόν έως την επιφάνειαν, και ο Νίκος έκαμνεν, έκαμνε ν' αβαράρη, και όσον αβαράριζε τόσον χειρότερον περιεπλέκετο η φελούκα, και το κοντάριον δεν εύρισκε πλέον πυθμένα, και τέλος το κοντάριον περιεπλάκη και αυτό εις τα πολύκλαδα, αδρά, μέλανα εκείνα χόρτα, και ο Νίκος εις μάτην επάσχιζε ν' απαλλάξη εκείθεν το κοντάριον, και όσον ετράβα ο Νίκος, τόσον το κοντάριον έφευγεν από τας χείρας του, εωσού έπεσεν από τους ασθενείς δακτύλους, και το μισόν ήτο εμπλεγμένον κάτω, το μισόν έπλεεν εις την επιφάνειαν.

Το να γνωρίζη εις πόσον βαθμόν φιλοτιμίας ευρίσκεται ο καθείς. Από ποία πάθη κυριεύεται ο καθείς. Όσους εγνώριζεν ικανούς του να τον βλάψουν ή να τον ωφελήσουν, επάσχιζε να τους κερδαίνη ή με το πουγγί ή με το σπαθί. Εβράβευε τους αξίους και ανδραγαθούντας με άττια, με άρματα, με γρόσια, με βαθμούς, γινώσκων ότι όπου άθλα αρετής πρόκεινται, εκεί και άνδρες αγαθοί γίνονται, κατά το ρητόν.