United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνο, καθώς περνούσε η βάρκα δίπλα από ένα καΐκι, φορτωμένο με κερεστέ, που μια φελούκα πάσχιζε σέρνοντας το να το βγάλη απ' τη μπούκα του λιμανιού, δυο ναύτες σκύψανε απ' το παραπέτο, κάτι ρωτήσανε, κουνήσανε τα κεφάλια, και γυρίσανε στη δουλειά τους.

Την στιγμήν εκείνην δυνατόν γαύγισμα σκύλου ηκούσθη από το κατάστρωμα πλοίου. Ήτο ο καραβόσκυλος της ιδίας φορτωμένης σκούνας, εις την οποίαν ανήκεν η φελούκα. Είχε πηδήσει επάνω εις το ακρόπρωρον, δίπλα εις την μακεδόνα, το βάναυσον κορυθαίολον ομοίωμα της πρώρας, και κατ' αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουράν, αναγνωρίσας την βάρκαν.

Η Πολύμνια εγερθείσα με προφύλαξιν έκυψε διά να ίδη πού επήγε το κοντάριον από την αυτήν πλευράν της φελούκας, προς ην ίστατο και ο Νίκος, αλλά τότε η φελούκα έγειρε μονόπλευρα, και παρ' ολίγον ανετρέπετο.

Ο Μαθιός εστήριξε τας δύο χείρας εις την πρώραν, ανεστήλωσε τους δύο πόδας όπισθεν, ώθησε με όλην την δύναμίν του, και η μικρά φελούκα ενέδωκε και έπεσε μετά πλαταγισμού εις την θάλασσαν. Παρ' ολίγον του έφευγε, υπείκουσα εις την σφοδράν ώθησιν, διότι δεν είχε προβλέψει να κρατήση την μπαρούμαν, το σχοινίον της πρώρας.

Και εις την κρυσταλλώδη, την στίλβουσαν αυγήν του, έβλεπες εν ρεμβασμώ, μίαν καταπράσινην, αραγμένην σκούναν. Κάθε βράδυ, μετά τον θαλασσινόν μου περίπατον, επερνούσα δίπλα της. Η μικρά φελούκα εσειάριζεν. Ανεκόπτετο ο δρόμος.

Ο γέρωΜπούμας ο περαματζής, μέσα στη μικρή του φελούκα, ακουμπισμένος στην κουπαστή, με το αρμίδι στα τρεμουλιαστά του χέρια, ακολουθούσε, με τα μεγάλα θαλασσιά μάτια του, ένα κοπάδι τρελλούς σπάρους, που τριγύριζαν γύρω στο δόλωμά του. Το μάτι του, παίζοντας ανάμεσα στερηάς και θάλασσας, πήρε τα παλικάρια που ροβολούσαν απ' το βουνό.

Τόσον που κατάντησεν ο δυστυχής ο Παπαδράκος να πωλή αχινούςπέντετο λεπτόγια να ζήση. Και έβλεπαν συχνά οι άνθρωποι, ένα μίλι μακρυά από το χωριό, μια φλάσκα μεγάλη-μεγάλη μέσ' 'ς τη θάλασσα να καραβίζη. Ήτανε ο Παπαδράκος με το μεγάλο κεφάλι που έβγαζε τους αχινούς. Η φελούκα του εχώνευε, και το κεφάλι του φαινότανε ακόμα ένα μίλι μακρυά!

Ό,τι χώνεψα όλη μου τη ζωή, ζωντάνευε τώρα μέσα μου και μου στεκότανε μολύβι στο στομάχι Ψαρεύοντας με τη φελούκα στ' ακρογιάλια, ναπαντήσω το ψωμί μουτι να σου κάνουνε δώδεκα δραχμές σύνταξι; — αυτά συλλογιζόμουνα ολημέρα. Δε μ' έφτανε η κακομοιριά του κόσμου· είχα και την γκρίνια της γυναίκας μου. Μια ζωήν ολάκερη ζήσαμε αντάμα. Λόγο κακό δεν της είπα. Όσο της κουβαλούσα καλή ήτανε κι' αυτή.

Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα διά να μην αρμενίζη κατεπάν' τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κ' εδοκίμαζε να κάμη βόλταις. Του κάκου.

Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Διά τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν' αγναντεύη από το ύψος του εξώστου.