United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επανέλαβα δειλώς τους περί ξενοδοχείου ή καφενείου υπαινιγμούς, ζητών συγγνώμην διά το ακατάλληλον της ώρας κατά την οποίαν εμφανιζόμεθα, αλλ' εκείνος, χωρίς καν να με αποκριθή, εξήλθεν εις την οδόν προς ανεύρεσιν του αγωγιάτου. — Ποίος είν' εκεί; ηρώτησεν εις τα σκοτεινάΕγώ, αφέντη. — Εσύ Γεώργη, επανέλαβεν ο Κ. Μελέτης, αναγνωρίσας τον αγωγιάτην εκ της φωνής.

Στραφείς προς τον παραληρούντα δαιμονιζόμενον, αναγνωρίσας το διπλούν της συνειδήσεως τούτου, ομιλών προς τον διάβολον όστις εφαίνετο εκβιάζων απ' αυτού τας περιτρόμους εκείνας φωνάς, ο Ιησούς είπε: «Φιμώθητι, και έξελθε απ' αυτού». Δεν ηνείχετό ποτε την δαιμονιώδη ταύτην μαρτυρίαν περί της καταγωγής και του αξιώματός Του. Η γαλήνη, η γλυκύτης, η δύναμις της θείας εκφράσεως ήτο ακαταμάχητος.

Ο Λαλεμήτρος τότε ενωτισθείς αίφνης τόνον φωνής προσφιλούς, της Θωμαής του την φωνήν, την οποίαν τόσους χρόνους είχε ν' ακούση, και αναγνωρίσας πάραυτα την κατατομήν εκείνην την αγαλματώδη του σώματος της συζύγου του, έκυψε προς το ωχρόλευκον κοιμώμενον ακόμη πρόσωπόν της. Ανεγνώρισε την σύζυγόν του και εναγκαλισθείς κατεφίλησεν αυτήν κράζων: — Θωμαή μου! Θωμαή μου!

Αισθανθείς ο Κύριος ότι ιαματική δύναμις εξήλθεν απ' Αυτού, αναγνωρίσας την μαγνητικήν επαφήν της πίστεως, εστάθη και ηρώτησε: «Τις μου ήψατο των ιματίωνΥπήρχέ τι το ανυπόμονον εις την απάντησιν του Πέτρου, ότι εν μέσω τόσου συνωθισμού ήτο άτοπος τάχα η ερώτησις.

Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.

Και να σας ειπώ πώς. Πρό τινος, ενώ ανέβαινα από την οικίαν μου εκ Φαλήρου εις το άστυ, κάποιος εκ των γνωρίμων μου ερχόμενος όπισθέν μου και αναγνωρίσας με από μακράν: — Αι Φαληρεύ, εφώναξεν ευθύμως, συ Απολλόδωρε, δεν με περιμένεις κ' εμένα; Εστάθηκα και επερίμενα.

Αλλά μάτην επερίμενε, και ήδη είχεν αποφασίσει, αναγνωρίσας μακρόθεν την τσότραν και ελπίζων ότι οι δύο φίλοι εν τη ευθυμία των δεν θα τον έβλεπον, να επιχειρήση το τόλμημα και απέναντι αυτών. Αλλά την στιγμήν εκείνην απροσδόκητον συμβάν είλκυσε την προσοχήν του.

Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του. — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα! Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον.

Πλησίον της κρήνης του Ερμού διέκρινεν ένα εκατόνταρχον, όστις επί κεφαλής δεκάδων τινών πραιτωριανών, υπερήσπιζε την είσοδον του περιβόλου του ναού. Ο Βινίκιος τον διέταξε να τον ακολουθήση και ο εκατόνταρχος, αναγνωρίσας τον τριβούνον και τον αυγουστιανόν, δεν ετόλμησε να αρνηθή. Κατά τινας στιγμάς, το πλήθος ελάμβανεν εχθρικήν στάσιν.

Ο Απόστολος απεμακρύνθη εκείθεν υπό του Νηρέως, δούλου του Πουδέντου, όστις τον ωδήγησε διά μέσου της αμπέλου, από μίαν μυστικήν ατραπόν, εις την κατοικίαν του. Εις την νυκτερινήν λάμψιν, ο Βινίκιος τους ηκολούθει, και, όταν έφθασαν εις την καλύβην του Νηρέως, προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου. Αναγνωρίσας τον Βινίκιον ο Πέτρος τον ηρώτησε: — Τι ζητείς, υιέ μου;