Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Δερβίσαι τινές μόνον, με τας κωνοειδείς κιδάρεις των, και χόντζαι με τα λευκά μανδήλια, ενίπτοντο εις τας δροσεράς εκεί κρήνας, ενώ άλλοι εισήρχοντο εις τον δουλεύοντα ναόν διά την πρωινήν των προσευχήν. Επλήρωσε την ωρισμένην είσοδον, εφόρεσεν εμβάδας και εισήλθεν ο Καπετάνιος, συντετριμμένος την καρδίαν, με ψυχήν οδυνωμένην.

Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το κακόν μας.

Απέθανεν· εγώ δε, συντετριμμένος υπό λύπης και αδυνατών να υποφέρω την αποτρόπαιον μόνωσίν μου εν τη ηρειπωμένη εκείνη πόλει, αφ' ετέρου δε κατέχων εκ της Λιγείας σημαντικήν περιουσίαν, εζήτησα την ανακούφισιν επί τινας μήνας εις ανιαρά ταξίδια, έως ου εγκατέστην τέλος εις έρημον οίκημα, κείμενον επί τινος των πλέον ερήμων και ακαλλιεργήτων μερών της ωραίας Αγγλίας.

Και, ήτο η ζωή του ένας κατήφορος, όπου εις το τέλος εσταμάτησε κατεστραμμένος, ατιμασμένος, ελεεινός. Η θέα του υιού του εις το Στάδιον ήτο δι' αυτόν ως μία αφύπνισις. Και μετανοημένος, συντετριμμένος έρχεται προς την Μαρίαν να της ζητήση την συγγνώμην της, την επιείκειάν της, την λήθην του παρελθόντος, την ευτυχίαν του, το παιδί του... Αλλ' είνε αργά.

Ολίγη ώρα ακόμη, και ο Άνθρωπος έρριπτε το ξύλον κατά γης, και απεσύρετο συντετριμμένος από τον κόπον. Είχε καταβληθή διά της υπομονής. Πλησιάζω τότε προς τον Όνον και λέγω: — Ιδού εγώ· λάλει, σε ακούω, αδελφέ. Έντρομος ερωτά ο Όνος και χωρίς προς τα οπίσω να στραφή: — Έφυγεν ο Άνθρωπος; — Έφυγεν· είμεθα μόνοι. — Παρετήρησε καλά. — Έφυγε και είνε μακράν.

Ενόμισες ότι εγνώρισες τον κόσμον και μου εδίδαξες την γνώσιν του! Αλλοίμονον! δεν κατενόησες, ω Άνθρωπε, ότι είσαι φρουρός του ιδίου σου μυστηρίου, — φρουρός, αλλά και φρουρούμενος;. . . Ακόμη δεν με ανεγνώρισες; Αλλά δικαίως· δεν είμαι πλέον ο σφριγών ανόητος και άπειρος της χθες· είμαι ο συντετριμμένος σοφός και ανάπηρος της σήμερον. . .

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.

Ο Βεζήρης αφ' ου φιλοφρόνως τον υπεδέχθη, διανοούμενος βεβαίως τίνι τρόπω και εν αυτή τη παραμονή του θανάτου εδύνατο να καταστήση σκληροτέραν την αγωνίαν, ηρώτησεν αυτόν ποίαν τινα χάριν ήθελε να τω απονείμη προς παραμυθίαν των παθημάτων του. Ο δε Κίτζος δελεασθείς υπό της ψευδούς ταύτης ευνοίας, συντετριμμένος την καρδίαν έπεσε κατά γης γονυπετής και ανεβόησε δακρύων·» τα μάτια μου! Το φως μου!

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν