United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν-Παρμάκης έλαβε την πήραν του, υπέστρωσε τράπεζαν και εκέλευσε τον αλιέα ν' αποκρεμάση από του ιστού την μεγάλην φλάσκαν, βαρείαν, στρογγύλην ως άρτον καλοψημένον. — Μια στιγμή, καπετάν-Παρμάκη, μια στιγμή! Διέκοψεν αίφνης ο κυρ- Δημάκης.

Ο Σταυρής ο καφεπώλης μαθών τα καθέκαστα παρά του καπετάν-Παρμάκη, προ μιας ημέρας επανελθόντος εκ Σκοπέλου, αναγνωρίσας τον κυρ-Δημάκην, αναφωνεί με την σκωπτικήν φωνήν του κ' εισπνέων θορυβωδώς τον αέρα: — Καλώς ώρισες, κυρ-Δημάκη! Καλά ήτανε τ' ακρογιαλά; Ο φοβερός δεκατιστής, χωρίς ν' απαντήση ετάχυνε το βήμα του, συντετριμμένος, οικτρός.

Αληθώς τα λιμενικά έγγραφα είχον εκδοθή επ' ονόματι του καπετάν-Παρμάκη. — Ας κάμη Χριστούγεννα με τους καλογέρους.

Θα του τα πάρω σου λέω! — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερονγια της δεύτερες χολές! — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου» έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!

Εις την ξυλίνην θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν' αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανετον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν, έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από της θύρας: — Εικοσιτέσσαρες!

Ξέρεις τίποτα, καπετάν-Παρμάκη; Παρετήρησεν ο οινοπώλης, θέλων να παρηγορήση τον λυπημένον διά τας νηνεμίας του νέου βίου πλοίαρχον. Θα σου βάλω μια κάλπη μεθαύριο. Μια κάλπη, που λες, να ιδής φουρτούνες που γυρεύεις! Να λες, αμάν, τι είνε τούτα;

Ο κυρ-Δημάκης εννόησεν ότι το φαγητόν ήτο έτοιμον, και φορέσας τα υποδήματά του απήλθεν εύχαρις, γελαστός, ως άνθρωπος πεπεισμένος, ότι τα δέκατα ήσαν ιδικά του. Η δημοπρασία έληξεν ούτω την μεσημβρίαν και ο φόρος έμεινεν επ' ονόματι του τελευταίου πλειοδότου, του Καπετάν-Παρμάκη, υπό την έγκρισιν της Νομαρχίας. — Όχι θα του τ' αφήσω!

Κάμψας την βορείαν άκρανρίπτει το βλέμμα του προς νότον, αλλ' ουδαμού διακρίνει την λέμβον. Ουδόλως εταράχθη, υποθέσας ότι, μικρά ως ήτο, θ' απεκρύπτετο υπό τινος βράχου. Ουχ ήτον εκραύγασε: — Καπετάν-Παρμάκη! — Καπετάν-Παρμάκη! Απήντησεν η ηχώ, πένθιμος, οδυνηρά, μονήρης.