United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση αλάκερη πεντοβολούσε απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κ' οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαρυά πεσμένος στο στρώμα.

Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα τουεσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμοκαι λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας! Άρχισε να κλαίη.

Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.

Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.

Θα του τα πάρω σου λέω! — Θα πέσης όξω, καπετάν-Παρμάκη! Άκουσε και μένα. Προσέθηκεν ο Γιωργής της Θασίτσας, προσφέρων έν ακόμη ποτόν, το δεύτερονγια της δεύτερες χολές! — Να σ' πω, Γιωργή μου, παιδί μου. Εγώ καθώς πούλησα την «Ελένην μου» έτσι κ' έτσι πεσμένος όξω είμαι, θα του τα πάρω, σου λέω!

Μα όταν η μαμά έμεινε μόνη με το Σβεν, τον πήρε στην αγκαλιά της και του διηγήθηκε, σα να είταν παραμύθι, πόσο είταν ανήσυχη και τι τρόμο δοκίμασε η ψυχή της. Του είπε πως νόμισε πως ο Σβεν έσπασε το πόδι του και πως είτανε πεσμένος μόνος μέσα στο δάσος και πως δε θα τον ξαναύρισκε παρά μόνο νεκρό.

Κι' ο Πάτροκλος τους παραγιούς προστάζει και τις σκλάβες γοργά να στρώσουν μαλακό του Φοίνικα στρωσίδι· κι' αφτές την προσταγή τ' ακούν και του βολέβουν στρώμα660 προβιά, αντρομίδα, και λινό λεφτόφαντο σεντόνι. Εκεί πεσμένος πρόσμενε ο γέρος την αβγούλα.

Κι' ήβρε εκεί το γιο της που πεσμένος στα στήθια απάνου του νεκρού πικρόλαλα θρηνούσε, 5 κι' ένα σωρό συντρόφοι του μοιρολογούσαν γύρω.

Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα.

Αυτά 'πε, κ' εξαπλώθηκε• τ' ανάσκελα πεσμένος τον παχύν σβέρκον έγυρετο πλάγι• ωστόσ' ο ύπνος τον έπιανε ο πανδαμαστής• και απ' το λαρύγγι εβγαίναν κρασί και ανθρώπιναις χαψιαίς, 'ς την μέθη του ως εξέρνα• και τον λοστό τότ' έχωσατην αναμμένη στάκτη 375 να πυρωθή, κ' εμψύχονα με λόγους τους συντρόφους όλους, μη κάποιος απ' αυτούς δειλιάση και μου φύγη• αλλ' ότ' ο ελάινος λοστός αστράφτοντας εφάνη ότι θ' ανάψη, αν και χλωρός, απ' την φωτιά τον πήρα εγώ σιμά, κ' εστέκονταν τριγύρω οι σύντροφοί μου• 380 αλλά την τόλμην έπνευσεεμάς δύναμις θεία. κ' εκείνοι ως πήραν τον λοστό τον σουβλερό, 'ς το μάτι τον έμπηξαν, και πάλι εγώ τον άμπωθ' απ' επάνω, τον έστρεφα ως ο ξυλουργός τρυπά δοκάρι πλοίου με τρύπαν', οπού με λουρί δεμένο από δυο μέρη 385 άλλοι αποκάτω το κινούν, κ' εκείν' όλο γυρίζει•το μάτι εκείνου όμοια κ' εμείς το πυρωμένο ξύλο γυρίζαμε και τον δαυλόν περίβρεχε το αίμα. και όπως η κόρη εκαίονταν ο αχνός καψάλισ' όλα, βλέφαρα, φρύδια, καιτα πυρ κροτούσαν μέσα η ρίζαις. 390 και ως ότε σκέπαρν' ο χαλκηάς ή και τρανήν αξίνα βυθίζεις το ψυχρό νερό, κ' εκείνη αχολογάει, και βάφεται, 'που η δύναμις αύτ' είναι του σιδήρου• όμοια τριγύρω εις τον δαυλόν έσιζε αυτού το μάτι. κ' έβγαλε μούγκρισμα φρικτό, που εβρόντα γύρ' ο βράχος, 395 κ' εμείς φύγαμε τρέμοντας, και από το μάτι εκείνος έσυρεν έξω το δαυλίαίμα πολύ βαμμένο. από σιμά του το 'ριξε μακράν, χερομανώντας, και μεγαλόφων' έκραξε τους Κύκλωπαις, οπού 'χαν κατοικιά μέσαταις σπηλιαίς, ς' τ'ανεμισμένα όρη. 400 άκουσαν κείνοι την βοή, κ' εδώθ' εκείθ' ερχόνταν, και γύρω εις τ' άντρο εστέκονταν, και τι τον θλίβει ερώταν• «τι σε λυπεί, Πολύφημε, και τόσην βοή σέρνεις, 'ς την νύκτα την αθάνατη και κόβεις μας τον ύπνο; μη τάχα κάποιος των θνητών τα πρόβατα σου αρπάζει; 405 ή μη φονεύει κάποιος σέ με δόλον ή με βία