Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Ο απόστρατος σέρνει την ημιπληγία του με βροντερά σπηρούνια προς το δημόσιον πάγκο. Στον παληό κήπο απαντήθηκαν οι δυο ερωτευμένοι και προσπεράσανεσαν να μην είχαν ποτέ γνωριστή. Το άλογο της ενέργειας κυλίστηκε στα βάθη μιας χαράδρας. Ο πονεμένος λησμόνησε. Απάνω στα συντρίμματα των πολιτισμών βηματίζουν οι αρχαιοφύλακες. Ω σιωπή! Ω λήθη! Απόψε, όσο ποτέ άλλη φορά, σας ακούω.

Ως πότε θα συλλογιέται ο ταπεινωμένος αυτός λαός το τιποτένιο του το εγώ, σα να μην είνε στημένος σε μαρτύρων αμέτρητα κόκκαλα; Ως πότε το κάθε παιδί του θα κατρακυλάη μαζί με τα θολωμένα νερά που τον πλημμυρίζουν; Ανασήκωσε το κεφάλι σου και δες γύρω σου τους μισοπνιγμένους, κι άπλωσε χέρι να τους γλυτώσης. Λησμόνησε το εγώ σου, και θυμήσου τα βασανισμένα ταδέρφια σου.

Δεν είμαι, Διάκε, Πανουριάς, νάμαι γυναίκα χήρα Και να με πνίξη το ψωμί που εφάγαμε ’ς τα πλάγια Αν λησμονήσω σήμερα το βάφτισμα, τον όρκο. — Εσύ το Γοργοπόταμο θα πιάσης, Δυοβουνιώτη, Και πολεμώντας τον εχθρό λησμόνησε πως έχεις Κλεισμένο μες τα Γιάννινα το Γεώργο, το παιδί σου. Βλέπε το ρέμμα του νερού, κάμε το ν' αρμυρίση Με δάκρυ της Αρβανιτιάς.

Καναπές, πολιθρόνες, καρεγλάκια, όλα βελούδο. Το χαλί μαλακό σαν τα μαγουλάκια της. Λογής παιχνίδια και στολίδια σκόρπια σε ράφια και σε τραπεζάκια, μ' αταξία κι αυτά, σαν τα μαύρα της τα μαλλιά. Ορίστε κ' ένα γραμματάκι σ' αυτό το τραπέζι. Πρέπει να το λησμόνησε δω. Αργότερα θα μπη στο συρτάρι κι αυτό. Λες να τανοίξουμε το συρταράκι να δούμε και τάλλα; Όχι, δεν πρέπει.

Σκληρός, περιτριγυρισμένος, όπως είναι αυτή τη στιγμή, από θεωρίες, αισθήματα, ψύχωσες και ιδανικά κοινωνικών κύκλων της Γερμανίας, επηρρεάστηκε υπερβολικά από μερικούς κύκλους και λησμόνησε άλλους κύκλους, και λησμόνησε ολότελα πως κάθε έθνος έχει τα φυσικά του και δεν μπορεί να τα παραβλέψει ένας επιστήμονας.

Θα ξαναδήτε τη Βασίλισσα και θα δοκιμάστε αν σας πεθυμάη πάντοτε ακόμη κι' αν σας μένη πιστή. Αν σας λησμόνησε, ίσως τότε θα συμπαθήστε περισσότερο την Ιζόλδη την αδερφή μου, την απλή, την ωραία. Θα σας ακολουθήσω. Δεν είμαι ισάδελφος και σύντροφός σας; — Αδερφέ, είπεν ο Τριστάνος, καλά έχει ειπωθή ότι η καρδιά ενός άνθρωπου αξίζει όλο το χρυσάφι του κόσμου».

Αν έχει πεθάνει, σχωρεμένος νάναι, κι' άγιο το χώμα του, πούναι πεσμένος, αλλ' αν ζη και λησμόνησε τη γυναίκα τουεσένα, παιδί μου, δε σε ξέρει, αν ήρθες στον κόσμοκαι λησμόνησε το σπίτι του, τα υπάρχοντά του, το Χωριό του, την πατρίδα του, από το Θεό να το βρη, με την αδικία που μας έχει κάνει των δυονών μας! Άρχισε να κλαίη.

Του έδωσε γλυκίσματα κι ο Σβεν είταν υπερευχαριστημένος γιατί νόμιζε πως όλοι οι άνθρωποι εκεί ξέρανε πως πρώτη φορά έκοψε τα μαλλιά του. Έπειτα γύρισε με τη μαμά στο σπίτι κι όταν φτάσανε στην αυλή, άφησε το χέρι της κ' έτρεξε όσο μπορούσε γλήγορα μέσα στον μπαμπά. Στάθηκε μπρος στο τραπέζι, έβγαλε τα καπέλο του και λησμόνησε πως δεν έπρεπε να ενοχλή τον μπαμπά όταν εργάζεται.

Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.

Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν