United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για τούτο μόλις τον είδε να βγαίνη από τα σύνορα της λογικής τον παραίτησε. Τυχερό που η κυρά Πανώρια ήταν σύμφωνη. Κίνησαν κ' οι δυο χωρίς να ειπή ο ένας στον άλλον καταπού θα πάνε. Πήρανε τον ίδιο δρόμο σα να τον είχανε προμελετημένο. Φτάσανε στο σπίτι της Ελπίδας με αγώνα και κόπο, μα φτάσανε. Γύριζε τώρα στ' αμπέλι της σα νοικοκύρης.

Και τότες πήραν το γοργό του γέρου γιο Πηλέα 35 στου βασιλιά οι ατρόμητοι οπλαρχηγοί, και μόλις τον έπεισαν, τι τούκλαιγε μέσα η καρδιά το βλάμη. Κι' όταν σε λίγο φτάσανε στου βασιλιά Αγαμέμνου, εφτύς τους κράχτες πρόσταξαν να στήσουνε λεβέτι μεγάλο απάνου απ' της φωτιάς τις φλόγες, μήπως πείσουν 40 τον Αχιλιά τα αίματα, να πλύνει και τη λέρα.

Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, κι' έφυγε αγάλιασκεπαστή με την κατάσπρη μπόλιακρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420 Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.

Κι' όταν σε λίγο φτάσανε στο μέρος που τους είπε, βάλανε χάμου το νεκρό και σώριασαν τα ξύλα 139 ως πόδια ολόγυρα εκατό, και με καρδιά κλαμένη 164 απάνου απάνου απίθωσαν το λείψανο στη στοίβα. 165 Γδέρνουνε τότες στο σωρό μπροστά και συγυρίζουν πλήθος αρνιά πυκνόμαλα και τραχηλάτα βόδια, κι' απ' όλα πήρε ο γλήγορος γιος του Πηλέα πάχος και σκέπασε όλο το νεκρό από κεφάλι ως πόδια, κι' έπειτα γύρω σώριασε τα σκοτωμένα ζώα.

Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.

Τον πήρανε τα δάκρυα και τα κατάπινε μέσα του.. — Ώρα να σας αφήσω, ξαναείπε. Άφησα και τις γυναίκες μοναχές, ναρθώ να μάθω κανένα μαντάτο. Κανένας δεν ξέρει τίποτε. Όποτε θέλει η θάλασσα θα μας τον δώση πίσω!... Καληνύχτισε και σηκώθηκε. Όλοι βουβοί γύρω, καθένας με τη γνώμη του. Κάτω απ' το μώλο φτάσανε βραχνά ταλυχτήματα των καραβόσκυλων.

Του έδωσε γλυκίσματα κι ο Σβεν είταν υπερευχαριστημένος γιατί νόμιζε πως όλοι οι άνθρωποι εκεί ξέρανε πως πρώτη φορά έκοψε τα μαλλιά του. Έπειτα γύρισε με τη μαμά στο σπίτι κι όταν φτάσανε στην αυλή, άφησε το χέρι της κ' έτρεξε όσο μπορούσε γλήγορα μέσα στον μπαμπά. Στάθηκε μπρος στο τραπέζι, έβγαλε τα καπέλο του και λησμόνησε πως δεν έπρεπε να ενοχλή τον μπαμπά όταν εργάζεται.

Όταν φτάσανε στα σύνορα των Αυτιάδων: — Βλέπετε, είπε ο Κακαμπός στον Αγαθούλη, πως αυτό εδώ το ημισφαίριο δεν είναι καλύτερο από τάλλο. Πιστέψετέ με, ας γυρίσουμε στην Ευρώπη με το συντομώτερο δρόμο. — Πώς να γυρίσουμε; είπε ο Αγαθούλης. Και που να πάμε; Αν πάω στην πατρίδα μου, εκεί οι Βούλγαροι και οι Άβαροι σφάζουνε τα πάντα. Αν γυρίσω στην Πορτογαλλία, θα με ψήσουνε.

Κι' όταν σε λίγο φτάσανε σιμά στα διο τ' ασκέρια, τότες ξεπέζεψαν στη γης που θρέφει κάθε πλάσμα, 265 και μες στη μέση πρόβαιναν των Αχαιών και Τρώων. Τότ' όρθιος τ' Άργους μονομιάς σηκώθηκε ο αφέντης, όρθιος και του Λαέρτη ο γιος.

Είχα πενήντα γιους εγώ σα φτάσανε οι Αργίτες, 495 που δεκαννιά τους από μια γεννήθηκαν μητέρα, και τους λοιπούς μου γέννησαν μέσα στον πύργο οι σκλάβες. Μα ο άγριος Άρης θέρισε τους πιο πολλούς· κι' απ' όλους τον πιο καλό μου, που λαό διαφέντεβε και κάστρο, τον Έχτορα, στερνά κι' αφτόν, ενώ για την πατρίδα 500 πολέμαε, εσύ τον σκότωσες.