United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν μείνουμε εδώ, θα είμαστε, όπως όλοι οι άλλοι· ενώ αν γυρίσουμε στον κόσμο μας, μονάχα μ' έξι πρόβατα φορτωμένα από τα χαλίκια του Ελδοράδου, θα είμαστε πιο πλούσιοι απ' όλους μαζί τους βασιλιάδες· δε θα φοβόμαστε τους ιεροξεταστές και θα μπορέσουμε εύκολα να ξαναπάρουμε τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Τότε αφτά τα σήκωσε από χάμου, και στους οχτρούς γυρίζοντας φωνάζει με περφάνια 500 «Πέστε από μένα, Τρώιδες, στη μάννα και στον κύρη του Βιλιονιά ν' αρχίσουνε τα μοιρολόγια σπίτι· γιατί κι' εκείνη, η λυγερή γυναίκα του Προμάχου, δε θα δεχτεί τον άντρα της χαρούμενη όταν τέλος ξανά απ' την Τρία γυρίσουμε στην ποθητή πατρίδα505

Τρέμω, γιατί μια και δης το τι διδάσκουνται οι μητέρες της γενεάς που από δαύτες προσμένει γλυτωμό και προκοπή η πατρίδα, θα φρίξης, και θα μου πης να γυρίσουμε στο καλύβι, και κει να μείνουμε, απελπισμένοι από πιο καλότυχα μέλλοντα! Καλλίτερα, φίλε, στο μεγάλο το σπιτικό· αφού μάλιστα κ' η μητέρα της σε Σκολειό σπούδαξε κόσμο.

Αλλά, με κλάμματα εκείνη κουνούσε το κεφάλι και δεν ήθελε να τον πιστέψη. — Αλλοίμονο, είπε ο Ογκρίν, πώς να παρηγορήση κανείς πεθαμένους; Μετανόησε, Τριστάνε· γιατί, όποιος ζη στην αμαρτία χωρίς να μετανοή, είναι πεθαμένος. — Όχι! είμαι ζωντανός, και ούτε μετανοώ. Θα γυρίσουμε στο δάσος που μας προστατεύει και μας φυλάει. Έλα, Ιζόλδη, φίληΣηκώθηκε η Ιζόλδη. Πιάσθηκαν από τα χέρια.

Ας γυρίσουμε πίσω στα πιο χαριτωμένα χωράφια της φιλολογίας. Τι έλεγες; Ότι πιο δύσκολο είναι να μιλήση κανείς παρά να το κάνη; Ασφαλώς βλέπεις τώρα πως έχω δίκηο. Όταν ένας άνθρωπος ενεργή, είν' ένα νευρόσπαστο. Όταν περιγράφη, είναι ο ποιητής. Εδώ είναι όλο το μυστικό.

Ποιος ξέρει τι ώρα θα γυρίσουμε, είπεν η πτωχή νοικοκυροπούλα κόρη. Πλην η Δεαποινιώ βλέπουσα την μελαγχολίαν της μητρός της κατελήφθη και αυτή υπό τίνος μυστικής ανίας και δεν ήθελε ν' ακολουθήση και μόλις και μετά βίας την παρέπεισεν η γελαστικωτέρα Σοφούλα.

Αυτή είνε, απεφάνθη ο κυρ-Μοναχάκης· να τα γυρίσουμε κατά κει παιδιά· να ορτσάρω... — Πού πάει από 'κεί; ηρώτησεν είς ναύτης. — Πάει στον Άι-Νικόλα· το συντομώτερο δρόμο, βλέπεις, διαλέξανε· κ' ημείς ξεπλατισθήκαμε τόσην ώρα να τρέχουμε στο βρόντο. — Να τα γυρίσουμε, παιδιά! έκραξεν ο κυρ-Μοναχάκης, σας παρακαλώ γλήγορα να τα γυρίσουμε· σία ένας, να ορτσάρω!

Σε μένα ήρθε αυτή η βοήθεια την ίδια στιγμή που η υποψία, πως η ζωή της πόλης είταν ολέθρια για τη γυναίκα μου, άρχισε να γίνεται σιγά σιγά βεβαιότητα και τέλος έφτασε στην απόφαση να την πάρω αποκεί και να γυρίσουμε στην εξοχή, που δεν έπρεπε να την αφήσουμε.

Ξανοίξαμε από τον Μαρμαρά και εκάμναμε μια μεγάλη βόλτα από την Ραιδεστό ς' την Καλόλημνο. Μόλις που ετεραμολάραμε, να τα γυρίσουμε, απάνω, που λέτε, ς' την στροφή, ς' την Καλόλημνο, να και πετιέται ανατολικά μπροστά μας πράσινο φανάρι, θηρίο ανήμερο ολοταχώς. Θάλασσα-κιαμέτι. Δεκέμβριος μήνας.

Όλοι κάτω από την κουβέρτα θα γυρίσουμε», είπε η γριά, και η Νατόλια έφυγε μ’ ένα βάρος στην καρδιά. Πράγμα παράξενο∙ ξαναπερνώντας εμπρός από το σπίτι των Πιντόρ είδε τον Έφις να ανηφορίζει στον έρημο δρόμο. Προχωρούσε σκυφτός κάτω από το βάρος του δισακιού, τόσο σκυφτός που έμοιαζε να ψάχνει κάτι καταγής. «Η γριά θα πεθάνει και γι’ αυτό βλέπει κιόλας», σκέφτηκε η Νατόλια.