United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν.

Η απουσία του Μανώλη την έρριψεν εις μελαγχολίαν, και αυτή η τόσον λάλος έμενεν επί ημέρας άφωνος. Μόνον στεναγμοί εξήρχοντο από το στήθος της.

Μίαν φοράν εκλέγουν και εγώ την τύχην μου την είδα. Η Αρσινόη ηρυθρίασε κ' έσπευσε ν' απομακρυνθή, μετ' ου πολύ δε και οι τρεις απήρχοντο του Πολυτεχνείου. Ο Φωκίων έκτοτε ήλλαξε τρόπον. Από της άκρας ευθυμίας, παρεδίδετο αίφνης εις μελαγχολίαν μεγάλην. Η Αρσινόη ήτο απαθής, ή επροσποιείτο και ο Φωκίων ηρεθίζετο.

Εν τούτοις ο Αμλέτος δεν αποφασίζει να επανέλθη εις τον μισητόν κύκλον, όπου είναι υποχρεωμένος να ενεργήση· μένει ακόμη απομονωμένος, αγρυπνεί, νηστεύει, τήκεται, πάσχει αδυναμίαν ηθικήν, βυθίζεται εις την μελαγχολίαν. Εις την στιγμήν μεγάλης βαρυθυμίας νέα λύπη έρχεται να πληγώση την καρδίαν του.

Και στενάξας εκ βάθους καρδίας όπως διώξη την μελαγχολίαν του ήρχισε να τραγουδή με γλυκείαν και ήρεμον φωνήν, παθητικό τραγούδι. Ο Μάιος κατά συμπάθειαν τον συνώδευε και οι λοιποί μήνες παρασυρθέντες ετραγουδούσαν και αυτοί και το σπήλαιον διά μιας επληρώθη θορύβου και φωνών, ως χωρικόν καπηλείον κατά τας εορτάς. — Μωρέ κρασί! εφώναξεν ο Φλεβάρης αίφνης.

Έπειτα την μελαγχολίαν της διεδέχοντο εξάψεις νευρικαί, θυμοί αδικαιολόγητοι, δάκρυα, αναμνήσεις του μακαρίτου του συζύγου της, παιδαριώδη καμώματα, συχναί επισκέψεις εις τον μικρόν καθρέπτην προ του οποίου εκαλλωπίζετο η Μαργή, ενίοτε δε γέλωτες αδικαιολόγητοι. Επέρασαν περί τους τρεις μήνες και έφθασαν αι εορταί των Απόκρεων.

Τα Χριστούγεννα την νύκτα, αν και κακιωμένος ο Στεφανάκης, επήρε τα βιολιά τα μεσάνυκτα και απέρασεν από τον φούρνον, τραγουδών ερωτικώτατα και περιπαθέστατα διστιχα, γεμάτα μελαγχολίαν και αγάπην. — Σ' αγαπάει, καϋμένη!

Και από εκείνης της ώρας από τον έρωτά του εδόθη εις μίαν άκραν μελαγχολίαν αφέθη από όλες τες ηδονές· καμμίαν ευχαρίστησιν δεν είχε παρά εκείνην του κυνηγιού δεν επήγαινεν εις άλλον τόπον, παρά εις εκείνον που του εφάνη η έλαφος, εις τον οποίον ήλπιζε να την ξαναϊδή.

Το θέαμα τούτο, το οποίον εθεωρήθη ως σημείον υπό των πολιορκουμένων, επηύξησε την μελαγχολίαν αυτών. Αλλά καίτοι ήσαν περίλυποι και κατάκοποι, έμειναν αγρυπνούντες και μόνον εις την προσευχήν εζήτησαν ανακούφισιν. Αφού εψάλη δέησις εις τον ναόν, ο Γαβριήλ ωμίλησεν ως εξής: «Αδελφοί μου, έχετε πίστιν εις τον Θεόν και θα σωθώμεν. Μη φοβήσθε την δύναμιν του εχθρού.

Η δε θεια Μυγδαλίτσα εγήρασε πολύ πλέον, αλλά επερίμενε πάντοτε τον υιόν της. Παρήρχοντο έτη, και καμμίαν είδησιν δεν ελάμβανε. Και πού να μάθη! Και πώς να μάθη! Μετά τον θάνατον του συζύγου της η λύπη της ηύξησεν επί μάλλον, καταντήσασα εις μίαν αδιάκοπον και βαρείαν μελαγχολίαν. Έγεινεν υποχονδριακή.