United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ' αφ' έτερου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι' αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.

Αλλ' ο Βιτέλλιος έρριψεν έν βλέμμα εις τον Αντίπαν, ο οποίος επανέλαβε παρευθύς το πρόσταγμά του. Τότε ο Ιωακείμ εστήριξε τας δυο του χείρας επί της θύρας η οποία υπεχώρησεν εντός των τοίχων. Πνοή ανέμου θερμού εφύσησεν από τα σκότη. Στενός διάδρομος σχηματίζων καμπύλην έφερε προς τα κάτω. Επροχώρησαν και έφθασαν εις το κατώφλιον ενός σπηλαίου πολύ ευρυχωροτέρου από τα άλλα υπόγεια.

Τότε αλλάζει το πράγμα, είπεν ο μικρός Κλώσος, και ήνοιξε το κιβώτιον. Ο καλόγηρος επήδησεν έξω, έσπρωξε το κιβώτιον και το έρριψεν εις τον ποταμόν, και υπήγε με τον μικρόν Κλώσον εις το κελλί του, και του έδωκεν έν κοιλόν χρήματα. Όταν ο μικρός Κλώσος επέστρεψεν εις το χωρίον του, εκένωσε τα δύο του κοιλά, και έκαμεν ένα μεγάλον σωρόν από τα χρήματά του επάνω εις το πάτωμα της καλύβης του.

Και ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι πριν αναχωρήση διά το ταξείδιον, θα τους παρέθετε γεύμα. Ενώ παρεσκευάζοντο τα του γεύματος, έλαβε την επιστολήν του Βινικίου. Η επιστολή αύτη τον έρριψεν εις ρέμβην επί τινα στιγμήν.

Αλλ' ο Θεμίσων, αγανακτήσας διά την απάτην του όρκου και διαλύσας την ξενίαν έπραξε τα εξής· παραλαβών την κόρην απέπλευσε και όταν έφθασεν εις το πέλαγος, διά να εκπληρώση τον όρκον του προς τον Ετέαρχον, την έδεσε με σχοινία, την έρριψεν εις την θάλασσαν, την ανέσυρεν έπειτα και ήλθεν εις την Θήραν.

Αφού μας διηγήθη ο αυθέντης του πώς έτυχε να τον εύρη χειμερινήν τινα νύκτα εις τον δρόμον άστεγον και πειναλέον, απετάθη έπειτα προς αυτόν: Θωμά, είπε, διηγήσου εις τους κυρίους τις ήτο ο πρώτος σου αυθέντης και διατί σ' έρριψεν εις τον δρόμον.

Η απουσία του Μανώλη την έρριψεν εις μελαγχολίαν, και αυτή η τόσον λάλος έμενεν επί ημέρας άφωνος. Μόνον στεναγμοί εξήρχοντο από το στήθος της.

Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον. Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης. — Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε: — Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις. Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον. Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη με τους δούλους των.

Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους.

Κύτταξε εδώ, κοκκώνα, τον φονιά, τον βγάλλω πάλιν έξω. — Και λαβούσα από του κοσκίνου ένα μελαψόν κύαμον έρριψεν αυτόν υπέρ την κεφαλήν και όπισθεν αυτής εκστομίσασα μίαν κατάραν. — Τώρα, είπεν έπειτα, σεις μετρήσετέ τα κι' εγώ να τα ρωτήσω.