United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην εκείνοι ησθάνθησαν το βάρος και ήρχισαν να τραβούν. Ο Στάθης ανέπεμψεν ένθερμον, εσχάτην προσευχήν αγωνίας, εκρατήθη με τρεμούσας χείρας από το σχοινίον, και αφέθη εις το κενόν. Εταλαντεύετο σφοδρώς. Ο άνεμος είχε δυναμώσει. Εκτύπησε δύο ή τρεις φοράς την κεφαλήν, τους ώμους και τους πόδας εις τον βράχον. Όταν έφθασεν εις το ύψος του βράχου, είχε ξεπιάσει ήδη τας χείρας από το σχοινίον.

Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα.

Ο γέρων επήδησεν ήδη εις τον οικίσκον του και ήρπασε το καρυοφύλλι από τον τοίχον μετά βίας, ωσεί επρόκειτο να υπερασπισθή κατά τινος εχθρού. Ανεμέτρησεν αυτό από κάτω έως επάνω και με τρεμούσας χείρας ανέσυρε την ράβδον κ' έρριψεν αυτήν εντός της κάννης μετά πάθους.

Άμα είδε το απίστευτον θέαμα, η πτωχή γυνή, έτρεξε με τρεμούσας κνήμας, με την γλώσσαν κρεμαμένην έξω, λευκή ως σινδών, έτρεξεν επάνω εις την οικίαν, κ' έπεσεν αμέσως εις την στρωμνήν πυρέσσουσα. «Της ήρθε άτυχα». Είχε χτυπηθή. Και δεν της επήρε μεν η Καντίνα τη μιλιά της, διότι με την γλώσσαν παραλυθείσαν δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση κραυγήν, αλλ' έμεινε τραυλή διά βίου.

Έρριψεν αυτό κατά γης ο Χειμάρρας, εγονάτισεν επάνωθέν του και με χείλη αναπαλλόμενα, όψιν αγρίαν, χείρας τρεμούσας έκοπτεν έν έν τα κοσμήματα μετά μίσους, ως να είχεν άσπονδον εχθρόν υπό τους πόδας του και τον εμακελόκοπτε! — Να!. .να!. .να!. . ήρθρωνε παράφορος. Αλλ' αίφνης εστάθη. Ο θρηνώδης εκείνος ήχος, που ανέδιδε κοπτόμενον διά της ψαλίδος το μέταλλον, τον έφερεν εις εαυτόν.

Ο Απόστολος έμεινε πρηνής επί της οδού με το πρόσωπον εις την σκόνην, χωρίς να κινήται, χωρίς να προφέρη λέξιν. Ο Ναζάριος εσκέπτετο ήδη ότι ο Απόστολος είχε χάσει τας αισθήσεις του ή ότι είχεν αποθάνει. Αλλ' εκείνος ηγέρθη τέλος, ανέλαβεν εις τας τρεμούσας χείρας του την ράβδον του την οδοιπορικήν και χωρίς να ομιλήση εστράφη οπίσω και προσέβλεψε τους επτά λόφους της κοσμοκρατείρας.

Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα.