Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Όπως έτρεφε μεγάλας ιδέας περί των ανδρών της εποχής του τας αυτάς έτρεφε και περί παντός ό,τι εχρησίμευσεν εις αυτούς κατά τον αγώνα, τον πολύ μόχθον ο Χειμάρρας. Η φαντασία του, η φλογερά και άδολος, περιέβαλλεν αυτά με μίαν ιδανικήν αίγλην, μ' ένα υπερήφανου αφελείας χρωματισμόν, όπως οι άγνωστοι εκείνοι ποιηταί της εποχής του τ' απεκρυστάλλωσαν εις τα δημοτικά τραγούδια.
Ενώ αυτός ο υψηλός παλληκαράς, από μιας ήδη ώρας δεν έκαμνεν άλλο παρά να κατακρίνη, να χλευάζη μάλλον τους ληστάς, τους οποίους ο Χειμάρρας εγνώριζε πολύ καλά κ εύρισκε κατά πολλά αξίους διαδόχους των προ της επαναστάσεως κλεφτών, τους οποίους υμνεί ακόμη ο λαός και απαθανατίζει η παράδοσις.
Κ' ενώ αι σφαίραι συρίζουσαι επέτων προς τον σκοπόν και οι κλώνοι θορυβούντες κατήρχοντο αναπαλλόμενοι του βουνού, ατυχή θύματα του θριάμβου του ενωμοτάρχου, ούτος εκάγχαζε κ' εβόα εν κομπορρήμονι αδιαφορία: — Μέτρα, παππού. . .μέτρα!. . . Αλλ' ο Χειμάρρας δεν ήκουεν ουδ' έβλεπε πλέον.
Όλα τα έδιδεν· ως και τα στολίδιά του εθυσίαζε διά να στολίση αυτό. Ούτω ο Χειμάρρας υπέθετεν ότι ήμειβε κατά τι την αξίαν του. Κατά τι μόνον, διότι η αξία του ιδικού του καρυοφυλλίου ήτο πολύ μεγάλη!. . . Τόρα όμως έβλεπεν ότι ηπατάτο. Δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα σκουροντούφεκο και αυτό, όπως τόσα άλλα.
Μετά την δολοφονίαν τούτου, του Ηλία Βιδαβιώτη και του Βερελή Θανάση εν τω σεραγίω των Σαλώνων υπό του Μουσταφά αγά, ο Χειμάρρας κατετάχθη εις τον ταϊφάν του εντοπίου αρματωλού Πανουργιά όπου ησκήθη εις τα όπλα μέχρι της επαναστάσεως. Κατ' αυτήν δε διέπρεψεν εις πολλάς μάχας, εις την Ρούμελην και τον Μωρηάν, είτε ως ακόλουθος είτε ως μισθοφόρος.
Κ' επαλάμισε τον υποκόπανον του όπλου μετά τινος πεποιθήσεως, την οποίαν δεν είχε βεβαίως ούτε ο Καραϊσκάκης, ότε επί της Γαλλικής φρεγάτας απέρριπτε τας προτάσεις του Κιουταχή, φωνών το ιστορικόν εκείνο: «πασάς — η πάλλα μου!». Ο Χειμάρρας ήδη έγεινεν εκτός εαυτού· ο νεόπλουτος κατήντησεν ανυπόφορος!. Δεν εχλεύαζε πλέον τους σημερινούς ληστάς αλλά και τους άνδρας του Αγώνος· έπειτ' από το λεφούσι ήρχετο η παληοκαπότα!. . Κ' έλεγε παληοκαπόταν ο ενωμοτάρχης την χρυσοφορεμένην και αρματοστόλιστον εκείνην γενεάν, η οποία εξέπληξεν όλον τον κόσμον, την οποίαν εζήλευσαν τόσοι βασιλείς!. . Διά μίαν στιγμήν ο νους του γέροντος εζαλίσθη και δεν ήξευρε καλά καλά πού ευρίσκετο.
— Παππού, ε, παππού· ηκούσθη αίφνης φωνή παιδιού, εισορμήσαντος εν θορύβω εις τον οικίσκον και ριφθέντος επί των γονάτων του· δεν το θέλω πια το καρυοφύλλι σου· να μου πάρης ένα σαν του στρατιώτη. . . Ο Χειμάρρας έστρεψε και ητένισεν αυτό καταπνίγων τους λυγμούς του.
Τι άλλο ήθελεν ακόμη; Τόρα η εποχή του παρήλθεν· ήτο άχρηστον πλέον!. . . — Μπρε, πώς άλλαξ' η πλάσι! εψιθύρισεν ο γέρων. Το βλαχόπουλο του μύθου που απεκοιμήθη εις έρημον τόπον και ότε μετά διακόσια έτη εξύπνησε κ' είδε μεγαλοπρεπή και πολυάνθρωπον πόλιν προ αυτού δεν εξεπλάγη τόσον, όσον ο Χειμάρρας ήδη προ της λογικής των σκέψεών του.
Μετά την παύσιν του πολέμου ο Χειμάρρας απεσύρθη εις το ορεινόν χωρίον του, την κοιτίδα αυτήν του αρματωλισμού, όπου ο Βρυκόλακας, Έξαρχος Παρνασσίδος, συνεκρότει άλλοτε τας συνόδους του και ο Ανδρίτσος εξεχείμαζεν αμέριμνος μετά του Βλαχοθανάση.
Μετέσχε και ο γέρων Χειμάρρας της εξεγέρσεως εκείνης, όχι διότι είχε καμμίαν δυσαρέσκειαν κατά της βασιλείας του Όθωνος, ούτε χάριν συμφερόντων, αλλ' απλώς υπό φιλοπολέμου ορμής παρασυρθείς, αποστέργων τον απράγμονα βίον του χωρίου, έπειτ' από τας τόσας περιπετείας και τας συγκινήσεις του μεγάλου πολέμου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν